Το χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ, (πεντοχίλαρο) λόγω της απεικόνισης του ήρωα του 1821.

Στον πληθυντικό αντί για "κολοκοτρώνηδες" συνηθιζόταν η φράση "κολοκοτρωναίους"

Συνώνυμο: πετσετάκι

- Με πέντε κολοκοτρωναίους θα γίνει δικό σου το εξάρτημα!

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σημαίνει κύριος, και χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια επειδή ομοιάζει ηχητικά.

Συνώνυμο: κυριλέ

Ο Κύριλλος ήταν μοναχός που μαζί με τον αδερφό του Μεθόδιο διέδωσαν τον χριστιανισμό στους Σλάβους και δημιούργησαν την σλαβική γραφή.

- Η Μαρία με έφτυσε, αλλά εγώ στάθηκα Κύριλλος.

- Άσ' τα σήμερα ντύθηκα αναγκαστικά Κύριλλος... Ο αδερφός μου παντρεύεται, γι' αυτό φόρεσα κοστούμι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί την μπυραρία, με σύντμηση των λέξεων μπύρα + Ιρλανδία (χώρα παραγωγής μερικών από τις πιο διάσημες μπύρες).

- Πάμε στην Μπιρλανδία να σε κεράσω να ξεχάσεις τον πόνο σου με την Μαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μάζεμα των φύλλων από φαντάρους στο στρατόπεδο, ιδίως το Φθινόπωρο. (Συνήθως με σκούπες, τσουγκράνες και φτιάρια + μαύρες σακούλες) - Δεν θεωρείται ιδιαίτερα βαριά αγγαρεία...

Της ίδιας οικογενείας με τα: γόπινγκ, τσάπινγκ

Ετυμολογία: = Φύλλο + ing (γερούνδιο)

Ομόηχο με το αγγλικό Feeling

- Ξέρεις τι αγγαρεία μας περιμένει σήμερα, ρε σειρά;
- Γόπινγκ και φύλλινγκ... Άσ' τα θα πήξουμε...
- Ωχ φύλλινγκ; Nothing more than feeling!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.

Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.

- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!

(από Khan, 20/01/14)(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μου κάνει φασαρία, θα μου κάνει καυγά, θα μου το ζητήσει επίμονα, θα επιμείνει.

(πιθανότατα τούρκικης προέλευσης)

- Μην τον κανακεύεις τον μικρό, γιατί θα μου βγάλει μαγλατά να του πάρω καινούριο ποδήλατο.

(από HardcoreGR, 20/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και θα μού 'ρθει ντουβρουτζάς

= μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι = παθαίνω εγκεφαλικό = σοκ, έκπληξη, ξάφνιασμα

Μπαίνω στο σπίτι και μού 'ρθε ντουβρουτζάς μ' αυτό που είδα...

Βλ. και σχετικά ντουβρουτζάς, ντουμπρουτζάζ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο - συντομογραφία των λέξεων για τον πούτσο (συναντάται επίσης και ως «για τον πούτσο καβάλα», Γ.Τ.Π.Κ.)

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για πρόσωπα ή καταστάσεις. Χρησιμοποιείται ευρύτατα σε στρατιωτικό περιβάλλον...

  1. - Γουτουπού είναι πάλι σήμερα οι υπηρεσίες, Γερμανικό εμπλοκή...

  2. - Το παλικάρι είναι Γ.Τ.Π.Κ ανάσκελα...

  3. - Γ.Τ.Π. είναι οι αρβύλες μου, σκίστηκαν κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, το γραφείο του επιλοχία που βγάζει τις υπηρεσίες των φαντάρων (επιλοχάδικο).
Πιθανόν η έκφραση προέρχεται από το «μαγείρεμα» που πέφτει στις υπηρεσίες.

  1. Πετάγομαι μέχρι το μπιφτεκάδικο να δω τις υπηρεσίες...

  2. Ευτυχώς που στο μπιφτεκάδικο είναι το ασιμί μου και με σκαντζάρει εξοδούχο μέρα παρά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified