Συναντάται και ως Κασμαδία και στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει την νήσο Λήμνο.
Προέρχεται από τη λέξη κασμάς (=τσάπα). Υποτίθεται (σύμφωνα με την στόμα-στόμα παράδοση των φαντάρων) πως όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).

- Πω πω στην Κασμαδία μου ήρθε η μετάθεση, θα πήξω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που συνήθως αναφέρεται σε αυτοσαρκασμό οπαδού μετά από διασυρμό της ομάδας του. Εννοεί ότι η μόνη αντίδραση μετά από κάθε γκολ ήταν η αλλαγή πάσας από την σέντρα όπως προβλέπεται μετά από κάθε γκολ...

Μεταφορικά αναφέρεται σε απανωτές στραβές που παθαίνει κάποιος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει...

- Πω πω ξεφτίλα, κι άλλο γκολ σας βάλαμε! 3-0 και θα φάτε κι άλλα...
- Γκολ εσείς; Σέντρα εμείς! Τώρα θα δεις αντεπίθεση... 5 γκολ να μας βάλετε, 5 σέντρες θα κάνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο (συνήθως το G3 για τους απλούς φαντάρους) στην στρατιωτική διάλεκτο. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την κλασσική προτροπή κάθε λοχία προς τους νεοσύλλεκτους:
«Τα όπλα σας να τα προσέχετε και θα τα αγαπάτε σαν τις γκόμενες σας, μην σας τα φάνε».

Πω πω άφησα ξεκλείδωτη την γκόμενα στον θάλαμο και θα φάω πάλι καμπάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση θαυμασμού που αναφέρεται συνήθως σε δυναμικές γυναίκες, με χαρακτηριστικά ανδρών.

- Την πήρες τελικά την δουλειά που έλεγες;
- Μου την έφαγε μια γκόμενα με αρχίδια!

(από allivegp, 22/05/09)(από patsis, 21/05/10)(από patsis, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» στα Σπάτα.

Καθιερώθηκε κυρίως μετά την αναγραφή του στις ταμπέλες ως «Ελ. Βενιζέλος».

Το ισπανικό Ελ είχε ήδη ενσωματωθεί στη γλώσσα από διάφορες εκφράσεις (π.χ. El Paso, Ελ Σαλβαδόρ, Ελ Αλαμέιν), οπότε οι 4 συλλαβές του Βενιζέλος συντομεύτηκαν σε 1 με ομόηχη κατάληξη.

Θα έρθεις το απόγευμα Ελ. Βελ. να με πάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εστιάτορας του τάγματος, ο έχων την ευθύνη του εστιατορίου όπου σιζίτονται οι φαντάροι.

Αναλογικά ελαφριά θέση, μιας και αφενός απαλάσσεται από άλλες υπηρεσίες, αφετέρου του στέλνουν αγγαρεία φαντάρους για να καθαρίσουν και εκείνος έχει μόνο το γενικό πρόσταγμα.

- Πάλι στον εστιάρχοντα έχουμε αγγαρεία σήμερα...

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει χρονικό προσδιορισμό και μειώνει τον συνομιλητή για την μικρή του ηλικία.

Αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν σε περίοδο που ο συνομιλητής ήταν ακόμα αγέννητος...

- Εσύ ήσουν ακόμα στα αρχίδια του μπαμπά σου όταν πήρατε τελευταία φορά πρωτάθλημα!

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από την συνάρτηση f(x) που κάναμε στα Μαθηματικά.

Αναφέρεται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα...

- Πως πάνε τα πράγματα με την Μαρία;
- Η κατάσταση είναι εφ του χύνω... Τρελό σεξ σου λέέέέωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση συνήθως για γυναίκες με μεγάλη περιφέρεια.

Παρομοίωση σχετική με τρακαρισμένα αυτοκίνητα που έχουν ξεχειλώσει οι λαμαρίνες...

- Όμορφη κοπέλα η Πηνελόπη! - Τι όμορφη και κουραφέξαλα, δεν βλέπεις ότι έχει πάρει λίγο στο σασί...

Got a better definition? Add it!

Published

Μαθητικός χαρακτηρισμός για την διδακτική ώρα με καθηγητή που αδυνατεί να επιβάλλει την τάξη. Παλιότερα η έκφραση χρησιμοποιούνταν κυρίως για το μάθημα των Αγγλικών ή των Οικοκυρικών, αλλά σήμερα χαρακτηρίζει οποιοδήποτε μάθημα γίνεται σε καθεστώς αταξίας και χαβαλέ...

- Τι έχουμε τώρα; Καραμπισμπίκη; Α, καλά, η ώρα του παιδιού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified