Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.
- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...
Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.
- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για τα ψαγμένα άτομα, είτε σε επίπεδο έρευνας αγοράς είτε σε επίπεδο εσωτερικής αναζήτησης.
- Τόσο φτηνά το κονόμησες το κινητό; Μες στην ψαγμενιά είσαι πάλι!
- Άσε την ψαγμενιά κατά μέρος και κοίτα να βρεις μια κοπέλα να ταιριάζετε...
Δες και ψαγμένος.
Got a better definition? Add it!
Χαϊδευτικό του μαλάκας, με σαφώς λιγότερη διάθεση υποτίμησης. Συνήθως προφέρεται με παιδική τραγουδιστή φωνή.
- Είσαι λίγο μαλιάκας, αλλά δεν πειράζει...
Got a better definition? Add it!
Παράφραση της περιοχής Μαλακάσα, που είναι ομόηχη με τη λέξη μαλάκας. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο θηλυκό γένος: η μαλακάσα.
- Ήρθε που λες και η Πόπη η μαλακάσα στην παρέα.
Got a better definition? Add it!
Η άνεση, η χαλαρότητα, η αδιαφορία, η αταραξία, η κουλ διάθεση...
Μου ήρθε, που λες, η Κικίτσα με μια ανετιά...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Σταμάτα ρε φιλάκια να μου γλείφεις τα μάγουλα κάθε φορά που με βλέπεις!
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρα που ζητάει διαρκώς τα τηλέφωνα των γυναικών που γνωρίζει, για να βγουν για καφέ, με ελάχιστες όμως επιτυχίες στο ενεργητικό του.
- Δες τον τηλεφωνάκια τον Γιώργο πάλι την πέφτει σε γκόμενα...
Got a better definition? Add it!
Μουγκαμάρα, σιωπή, ησυχία.
Μουγκός + -fon (κατάληξη από την εταιρεία κινητής Panafon)
- Το κινητό μου πάλι μουγκαφόν, δεν είχα λεφτά να το πληρώσω και μου το κόψανε.
- Έλα μουγκαφόν τώρα, πάλι πατάτα έκανες...
Got a better definition? Add it!
Σε αντιστοιχία με την λέξη ξερόλας, εκείνος που τα μπορεί όλα.
- Μην τον εμπιστεύεσαι τον μπορόλα, πάλι θα σε κρεμάσει!
Got a better definition? Add it!
Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.
Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.
Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!
Σχετικά: WWW, ξερόλι, ξερολισμός, φωτεινός παντογνώστης, πανεπιστήμων / -ονας, κινητή εγκυκλοπαίδεια.
Got a better definition? Add it!