Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.

- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τα ψαγμένα άτομα, είτε σε επίπεδο έρευνας αγοράς είτε σε επίπεδο εσωτερικής αναζήτησης.

  1. - Τόσο φτηνά το κονόμησες το κινητό; Μες στην ψαγμενιά είσαι πάλι!

  2. - Άσε την ψαγμενιά κατά μέρος και κοίτα να βρεις μια κοπέλα να ταιριάζετε...

Στο 10.32. (από Khan, 21/04/14)

Δες και ψαγμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό του μαλάκας, με σαφώς λιγότερη διάθεση υποτίμησης. Συνήθως προφέρεται με παιδική τραγουδιστή φωνή.

- Είσαι λίγο μαλιάκας, αλλά δεν πειράζει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της περιοχής Μαλακάσα, που είναι ομόηχη με τη λέξη μαλάκας. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο θηλυκό γένος: η μαλακάσα.

- Ήρθε που λες και η Πόπη η μαλακάσα στην παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άνεση, η χαλαρότητα, η αδιαφορία, η αταραξία, η κουλ διάθεση...

Μου ήρθε, που λες, η Κικίτσα με μια ανετιά...

Σχετικά: άνετα, ανετίλα, άνετος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • Χρησιμοποιούν την γυναικεία έκφραση «θα τα πούμε, φιλάκια» κάθε φορά που κλείνουν το τηλέφωνο.
  • Συνοδεύουν τις γυναίκες μέχρι το σπίτι τους μετά την έξοδο, για να φιληθούν (και τίποτα άλλο), όπως στις ελληνικές ταινίες.
  • Ασπάζονται διαρκώς στα μάγουλα όποιον ή όποια συναντήσουν (όπως κάνουν οι γυναίκες).

Σταμάτα ρε φιλάκια να μου γλείφεις τα μάγουλα κάθε φορά που με βλέπεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρα που ζητάει διαρκώς τα τηλέφωνα των γυναικών που γνωρίζει, για να βγουν για καφέ, με ελάχιστες όμως επιτυχίες στο ενεργητικό του.

- Δες τον τηλεφωνάκια τον Γιώργο πάλι την πέφτει σε γκόμενα...

Τηλεφώνα μου ασταμάτητα μέχρι να σου απαντήσω. Τα ζουμερότερα λέμε. (από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Μουγκαμάρα, σιωπή, ησυχία.

Μουγκός + -fon (κατάληξη από την εταιρεία κινητής Panafon)

- Το κινητό μου πάλι μουγκαφόν, δεν είχα λεφτά να το πληρώσω και μου το κόψανε.

- Έλα μουγκαφόν τώρα, πάλι πατάτα έκανες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντιστοιχία με την λέξη ξερόλας, εκείνος που τα μπορεί όλα.

- Μην τον εμπιστεύεσαι τον μπορόλα, πάλι θα σε κρεμάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.

Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.

Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified