Ο ανθυπασπιστής στον στρατό. Είναι ο βαθμός που παίρνουν οι καραβανάδες προτού γίνουν αξιωματικοί.

- Ήρθε καινούργιος ανθύπας σήμερα, από την φάτσα καλός φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λευκή γραμμή της πρωινής αναφοράς όπου βγαίνουν να παρουσιαστούν οι φαντάροι ως αναφερόμενοι ή αιτούμενοι αδείας.

Συναντάται και ως τακ-λάιν.

Πάλι στον τάκο είμαι σήμερα αναφερόμενος, να δω πότε θα βγω εξοδούχος!

Βλέπε και τάκοταϊμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, το γραφείο του επιλοχία που βγάζει τις υπηρεσίες των φαντάρων (επιλοχάδικο).
Πιθανόν η έκφραση προέρχεται από το «μαγείρεμα» που πέφτει στις υπηρεσίες.

  1. Πετάγομαι μέχρι το μπιφτεκάδικο να δω τις υπηρεσίες...

  2. Ευτυχώς που στο μπιφτεκάδικο είναι το ασιμί μου και με σκαντζάρει εξοδούχο μέρα παρά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο (συνήθως το G3 για τους απλούς φαντάρους) στην στρατιωτική διάλεκτο. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την κλασσική προτροπή κάθε λοχία προς τους νεοσύλλεκτους:
«Τα όπλα σας να τα προσέχετε και θα τα αγαπάτε σαν τις γκόμενες σας, μην σας τα φάνε».

Πω πω άφησα ξεκλείδωτη την γκόμενα στον θάλαμο και θα φάω πάλι καμπάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμιγώς στρατιωτική έκφραση που σημαίνει στρατόπεδα παραμεθορίου (κυρίως του Έβρου και των άγονων νησιών). Τα μέρη αυτά είναι τόσο απομακρυσμένα, που στους χάρτες της Ελλάδας που είναι κρεμασμένοι στα στρατιωτικά γραφεία έχουν καρφώσει τις πινέζες για να στερεώνονται στον τοίχο.

  1. - Πως πω πινέζα μου ήρθε η μετάθεση, θα πήξω στο κρύο.

  2. - Θα σε στείλω να υπηρετήσεις στην πινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως Κασμαδία και στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει την νήσο Λήμνο.
Προέρχεται από τη λέξη κασμάς (=τσάπα). Υποτίθεται (σύμφωνα με την στόμα-στόμα παράδοση των φαντάρων) πως όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).

- Πω πω στην Κασμαδία μου ήρθε η μετάθεση, θα πήξω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο - συντομογραφία των λέξεων για τον πούτσο (συναντάται επίσης και ως «για τον πούτσο καβάλα», Γ.Τ.Π.Κ.)

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για πρόσωπα ή καταστάσεις. Χρησιμοποιείται ευρύτατα σε στρατιωτικό περιβάλλον...

  1. - Γουτουπού είναι πάλι σήμερα οι υπηρεσίες, Γερμανικό εμπλοκή...

  2. - Το παλικάρι είναι Γ.Τ.Π.Κ ανάσκελα...

  3. - Γ.Τ.Π. είναι οι αρβύλες μου, σκίστηκαν κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενη σχολή που τελειώνουν όσες κοπέλες δεν σπουδάζουν αλλά αναζητούν εναγωνίως γαμπρό από τα 18 τους (συνήθως με την προτροπή των γονιών τους). Συνηθίζεται και στις περιπτώσεις που κοπέλες διακόπτουν το Λύκειο για να παντρευτούν. Παραλλαγή της παλιάς σχολής Ανωτάτη Εμπορική.

  1. - Ποια σχολή θα βάλεις πρώτη στο μηχανογραφικό;
    - Δεν θα δώσω εξετάσεις, έχω ήδη περάσει στην Ανωτάτη Παντρευτική!

  2. - Γιατί εξαφανίστηκε η Μαρία από το σχολείο τελευταία;
    - Δεν τά 'μαθες; Πέρασε στην Ανωτάτη Παντρευτική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική έκφραση που υποδηλώνει ικανότητα. Παραλλαγή της λέξης παίχτης, χρησιμοποιείται ως θετικό επίθετο κυρίως σε άνδρες (παρότι θηλυκού γένους).

- Βάλε μέσα την παιχτούρα να πετάξει 3 γκολάκια!

- Τελικά είσαι μεγάλη παιχτούρα, μια χαρά τα κατάφερες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified