Η πασκόβζα είναι λιμνίσιο ψάρι στην περιοχή της Βοιωτίας.Προκείται για κακάσχημο ψάρι με μεγάλη φουσκωτή κοιλιά που εάν κολυμπήσεις γυμνός κοντά της θα πραγματοποιήσει τρομερή και αιφνίδια επίθεση στα τρυφερά σας.Η λέξη επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τις άσχημες γυναίκες με μεγάλη κοιλιά.Ιστορικά προέρχεται από την περίοδο πριν την αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας.

-Άσε φίλε πήγα για ψάρεμα και έπιασα μια πασκόβζα.
-Τι λες ρε Τάκη;Που τη βρήκες τη λίμνη εδώ γύρω;
-Δεν κατάλαβες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω νεφρό,καθαρά ντόπια έκφραση,άγνωστης ετοιμολογικής και εννοιολογικης προέλευσης,της περιοχή της Καρδίτσας,κυρίως στην πόλη αλλά και στα κοντινά πεδινά προάστια.Σημαίνει: τσιγκλάω,προκαλώ κάποιον,του πατάω τον κάλο.

-Ε Μήτσο,βρήκα τη Νίτσα την πρώην σου προψές στο Κόζιε με το νέο αμόρε.
-Άστον μωρέ τον μσόχαζο,μην τον βάζεις νεφρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τερερές,το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλείται από κάποια αγχωτική κατάσταση,κάποιο ξαφνικό περιστατικό,πανικός. Χρησιμοποιείται ευρέως στην περιοχή της Ηπείρου και στην Κέρκυρα.

-Μπούκαρε το Σάββατο στην καφετέρια ο Μάκης και έκανε τσακωτούς τη γκόμενά του με τον Κώστα τον κολλητό του.
-Σώπα ρε.
-Μιλάμε τους έπιασε και τους δύο τερερές.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπακοζύγουρο,σύνθετο επίθετο από τη μπάκα και το ζυγούρι.Κάποιος που το δέρμα του είναι τσιτωμένο στην περιοχή της κοιλιάς ύστερα από λουκούλειο γεύμα ή και ως μόνιμη κατάσταση.

-Θυμάσαι πέρυσι στο ρεβεγιόν του Περικλή πόσο είχαμε φάει;
-Πως δε θυμάμαι.Φύγαμε τα ξημερώματα με κλανιές και ρεψίματα.
-Πωπω,σαν μπακοζύγουρα είχαμε γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το γκουρλιτσόχορτο είναι αυτοφυής πόα που συναντούμε συχνά στην περιοχή των Αγράφων.Καταναλώνεται ως επί το πλήστον από τα αμνοερίφια και τις γελάδες σε περίοδο μεγάλης πείνας.Τα τελευταία χρόνια η γερασμένη νεολαία της περιοχής το χρησιμοποιεί εννοώντας το μπάφο.

-Πέρασα από το μαντρί προψέ και βρήκα τον Τόλια τ'ανάσκλα να παραμιλάει.
-Πάλι ήπχε τσίπρα;
-Τι τσίπρα ρε μσόχαζε;Δίπλα από μια μπάλα γκουρλιτσόχορτο είχε ξαπλώσει.

Got a better definition? Add it!

Published