Η κατάσταση υπερβολικής βαρεμάρας κατά την οποία το άτομο δεν έχει καμία ικανότητα δραστηριοποίησης.

- Τι γίνεται ρε πως περνάς τελευταία;

- Άσε ρε μεσ'την λέζα είμαι όλη μέρα

Got a better definition? Add it!

Published

Ακριβές συνώνυμο της Λέζα

- Άντε ρε θα βγούμε καθόλου απ' το σπίτι; Μέσ'τη μπέχρα είμαι σήμερα

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι μια ακόμα λέξη για να χαρακτηρίσουμε το πόσο μεθυσμένος η μαστουρωμενος είναι κάποιος.

- φίλε ήπια δύο τσιγάρα και είμαι ζάντα

Got a better definition? Add it!

Published

Η υπέρτατη ένωση των Λέζα και Ζάντα. Όταν κάποιος βρίσκεται σε ένα απίστευτο επίπεδο μέθης ή μαστούρας και είναι τόσο αδρανής που δεν έχει την παραμικρή ικανότητα να αλληλεπιδράσει με το περιβάλλον του.

- Μαλάκα κοίτα τον Γιώργο, είναι λεζάντα.

- Πω ρε φίλε ποιός τον μαζεύει πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Βγαίνει από το όνομα μεξικάνικης αλυσίδας φαστφουνταδικων που λέγεται Chipotle. Συνώνυμο του με πάει σερπαντίνα και και δηλώνει το πόσο απίστευτη ήταν η διάρροια.

- Φίλε μην πας στην τουαλέτα

- Γιατί;

- Τσιπότλε.

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομία για το " Λα τζούρα κλάμπ". Το μέρος στο προαύλιο ενός λυκείου στο οποίο μαζεύονται οι καπνιστές για να καπνίσουν στο διάλειμμα. Σε κάποιες περιπτώσεις όταν ο καθηγητής γνωρίζει το σημείο αυτό, έχουν δημιουργηθεί υποδιαιρέσεις σε διαφορετικά σημεία του σχολείου με ονόματα όπως 'λα καβάτζα'

- Μήτσο, πάμε λα τζούρα έχω χαρμανιασει

- Ξέχνα το, έχει εφημερία ο Παπαγεωργίου θα μας πάει γραφείο

- Άραξε πάμε λα καβάτζα τοτε

Got a better definition? Add it!

Published

Μπαρουφακης: Αποκαλείται το άτομο που λέει μπαρουφες γνωστός και ως τσολιάς στα υποβρύχια

-Ο μαλακας λέει ότι πήρε τρεις γκόμενες μαζί χθες - μπαρουφακης τελείως

Got a better definition? Add it!

Published