Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι μια γυναίκα είναι αγάμητη, αραχνομούνα.

- Πω ρε μαλ, κοίτα πώς με κόβει το πουρί απέναντι ρε! Λέω να πάω να της μιλήσω.
- Ποια ρε μαλ ναούμ;
- Αυτή ρε η ξανθιά. Ωραία θείτσα ε;
- Ποια ρε, αυτή την ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.
- Αλήθεια ρε; Είναι ελεύθερη; Πού μένει; - Απηδήτου και Αγάμου γωνία, τρέξε μαλάκα θα σου κάτσει η θεία και θα βατέψεις απόψε!
- Τρέχωωω!!!!

(από prasas, 19/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που λέγεται για κάποιον που πηδιέται ασύστολα και κατά συρροή, πολλές φορές και λόγω επαγγέλματος. Περιγράφει την πράξη της συνουσίας όπου το πέος εισάγεται και εξάγεται στον κόλπο της γυναικός.

- Ρε Μάνο, η Πολυξένη τελευταία πολύ στην πένα κυκλοφοράει ναούμ... Ρούχα πανάκριβα, mercedes compressor και δε συμμαζεύεται... Τι δουλειά είπαμε ότι κάνει;
- Εισαγωγές-εξαγωγές ρε... καταλαβαίνεις τώρα...
- Απόλυτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τα χάφτας + βλάκας. Όταν μόνο μία εκ των δύο λέξεων δεν επαρκούν για να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον άλλο, αυτή είναι η τέλεια λέξη!

- Άντε ρε παλιο$%^# γαμώ το μουνί&^%$^(#@$.....!!
- Τι βρίζεις και συ ρε... Χαφταβλάκα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να δώσουμε σε κάποιον το πρόσταγμα να κάτσει και να χαλαρώσει, να ηρεμήσει.
Επίσης το λέμε σε κάποιον που πέρασε έξω από την καφετέρια με το αμάξι και βλέποντας έναν γνωστό να κάθεται σταμάτησε (χωρίς να σβύσει τη μηχανή), άνοιξε το παράθυρο, κρέμασε έξω το αριστερό του χέρι έτσι ώστε να ακουμπάει κάτω από τη χαλάρωση, ακούμπησε αναπαυτικά το κεφάλι του στο μαξιλαράκι του καθίσματος και κοίταξε τον γνωστό του με ένα ύφος που θυμίζει Κλιντ Ίστγουντ.

- Ρε δεν ακούς το κουδούνι τόση ώρα; Κοντεύω να γκρεμίσω την πόρτα. Α, κατάλαβα, ρε συ πάλι μπάφους πίνεις γαμώ την αγανάκτηση μου γαμώ;
- Άσε ρε δικέ μου, αφού είναι ώρα χαλάρωσης. Σβύσε κι άραξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιήται για να περιγάψουμε τον τρόπο που θα κάνουμε (ή που έγινε) ένα πέσιμο. Συνήθως προφέρεται από οπαδούς ομάδων που πρόκειται να πραγματοποιήσουν επίθεση στους αντιπάλους φιλάθλους.

- Ρε σεις, να είστε έτοιμοι γιατί σε δύο λεπτά θα το σφυρίξει. Να έχετε έτοιμα τα καδρόνια.
- Ησύχασε ρε Νώντα, δεν ξεφεύγει ρουθούνι. Τέτοιο ξύλο θα το πάρουνε μαζί τους στην Αθήνα. Αλήθεια ρε, από ποια θύρα θα τους την πέσουμε;
- Δεν διαλέγουμε ρε Μπάμπη, ντου από παντού ρε!!!

(από polemarxos90, 10/11/10)(από Khan, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συνοδεύεται και από υπερβολή. Το λέμε για κάποιον /-α που ξυπνάει και δεν έχει πάει ακόμα για πλύσιμο και χτένισμα, αλλά κάνει την εμφάνιση του στο σάλονι ή στην κουζίνα.
Επίσης το λέμε για κάποιον που πέταξε μια απρόσμενη μαλακία και βρήκε τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους απροετοίμαστους, και ως αντίδραση ξέσπασαν σε νευρικό γέλιο.

- Ρε Μαθιό,δεν πας να δεις αν έρχομαι ρε;
- Ναι ρε Γιώργο, πάω. Άμα σε δω να σου πω ότι σε έψαχνες;
- Χαχαχαχα ρε μαλάκα, φοβερή μαλακία πέταξες τώρα ρε συ... Μόνος σου τη σκέφτηκες ρε; Κοίτα να να... ακόμα και οι φωτογραφίες γελάνε ρεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε πρώτη φορά από τον μεγάλο μας πορνοστάρ παλιότερης εποχής Γκουζγκούνη, και ήταν αποτέλεσμα του ερωτικού του παροξυσμού στην διάρκεια μιας πίπας, που ήταν τόσο καλή (η πίπα), που ο μεγάλος καλλιτέχνης αντάμειψε την νεαρή κορασίδα με τα συγκεκριμένα επίθετα. Μόνο που όταν ξεκίνησε να την πει «πουτάνα», σκέφτηκε ότι η πίπα άξιζε κάτι καλύτερο και τελευταία στιγμή το γύρισε στο «καριόλα» αλλά δυστυχώς του είχε ξεφύγει το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης, δηλαδή το Πι.

Γκουσγκούνης: -Ρούφα το τρομπόνι, παίξε τρομπόνι πουτανάκι... έτσι... ζούλα μου και τις μπάλες... τις μπάλες!!... Έεετσι! Μπράβο μωρή π... καριόλα!!! Μπράβο!... Έεετσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα νερά, οι μανούβρες. Κάθε τι που κάνουν οι άλλοι για να μας σπάσουν τα νεύρα.

- Μύρο, τι έγινε με το γκομενάκι το χτεσινό, το γάμησες;
- Άσε ρε μαλ, δεν έγινε τιποτα. Ήθελε καφέ, φαΐ, σινεμά και βόλτα στη φεγγαράδα, αλλά μόλις της είπα να πέσει και να παίρνει (πίπες), μου άρχισε τις τζιριτζάντζολες το καριολάκι...

«Γεια στα χέρια σου βρε Θέε μου, που \'πλασες τέτοιες ψυχές, που γουστάρουν την αγάπη, δίχως τζιριτζάντζουλες» Σιδηρόπουλος, Φυλής και Σπάρτης (από vikar, 31/07/13)

Απαντάται (συνηθέστερα) και ως τζιριτζάντζουλες. Δες και κόνξες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αυτούς που νομίζουν ότι οι λέξεις βρυσιά και βρισιά είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά που αλλάζει και την έννοια των δύο λέξεων είναι τα γράμματα ι και υ.

βρισιές = ύβρεις
βρυσιές = χτυπήματα με βρύση.

(Ο Σάκης ο υδραυλικός,γύρισε σπίτι λίγο νωρίτερα και συνέλαβε τη σύζυγο του επ'αυτοφώρο,πάνω στον πούτσο του εραστή της.)

- Τώρα μωρή τι θες να σου κάνω... Να σε πλακώσω στις μπουνιές, στις κλωτσιές ή στις βρυσιές;
- Στις βρισιές φυσικά Σάκη μου... (δεν κατάλαβε)

Και Σάκης βγάζει μια βρύση από την εργαλειοθήκη του και... γκάπα γκούπα την αρχίζει στις γρήγορες.

Βρυς-οφ (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και εννοούμε «είναι τόσο προφανές, δεν το βλέπεις;»

- Ρε Σταύρακα, γιατί πας με τις μπάντες και σαν συγκαμμένος ρε; Μήπως σε γαμήσανε στη στενή που ήσουνα;
- Ε, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια ρε Μήτσακα ναούμ;
- Έτσ' ε... άντε και εις ανώτερα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified