Ο αλήτης. Χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ στις δεκαετίες '50-'60. Γνωστή λέξη και από ταινίες της εποχής (βλ. «Νόμος 4000», «Αναστασία», «Το κάθαρμα» κ.λ.π.)

Συνώνυμα: μπονιόνιος, χαραμοφάης, Κ.Π.Ε (κατασπατάληση πατρικού εισοδήματος), πρεζοκλεφτρόνι κ.α.

- Τί έγινε ρε συ;
- Τίποτις, ένας Τέντυ-μπόης γιαούρτωσε τον καθηγητή Σκορδομπούτσογλου...

Βλ. και τεντιμπόις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική παροιμία που υποδηλώνει την κατρακύλα του ανδρικού μορίου κατά την έλευση του γήρατος.

(Από την ταινία «Μάντεψε τι κάνω τα βράδια-Ο ανοικτομάτης»)
- Εσένα παππού σου σηκώνεται ο κεντρικός διακόπτης;
- Σούζα τον έχω!
- Αχαχαχα... σηκώνει ψυγείο ε;

(από xalikoutis, 28/09/08)

Βλ. και σχετικό (αντίθετο) λήμμα μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προκαλεί το χλευασμό και την απαξίωση των άλλων, ο ρεζίλης.

Συνώνυμα: τσίρκο, τσόκαρο, μαϊμούνι, ξεφτιλισμένος, σκυλογαυγισμένος, ξεγιβεντισμένος, για τα πανηγύρια.

- Στείλαμε το πιο γαμάτο τραγούδι στη Γιουροβίζιον, αλλά οι υπόλοιποι ευρωΠΕΟΙ ψηφίσανε τα σούργελα... τι να πεις..
(Ο άλλος συνομιλητής σε μάγκικο ύφος)
- Έτσε.....

(από prasas, 02/06/08)(από prasas, 02/06/08)(από prasas, 02/06/08)(από panos1962, 22/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάστακας, αυτός που έκατσε μπροστά μας και μας εμποδίζει. Το λέμε και για κάποιον που μας επισκέφτηκε απρόσκλητος και δεν λέει να φύγει.
Το λήμμα είναι ιδιωματισμός και χρησιμοποιείται κατά κόρον πού αλλού...; Στην πατρίδα μου την Κρήτη.

- Επήγα να πηδήξω οψάργας (χτες βράδυ) και ήρθε εκιοσές (αυτός) ο μαγαρισμένος (το κάθαρμα) ο σπιτονοικοκύρης μου και εμπαστακώθηκενε και επόμεινα (έμεινα) με την ψωλή στη χέρα (στο χέρι)..

(από prasas, 07/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λέτσος, ο χίπις, ο άπλυτος. Λέγεται επίσης ο τουρίστας που ήρθε διακοπές αλλά ξέμεινε από λεφτά και παίζει κιθάρα/βιολί/ακορντεόν/φυσαρμόνικα για να μαζέψει για τα εισιτήρια του.

- Και εκεί που πάω να τελειώσω, ακούω από πάνω μου ένα ακορντεόν να παίζει Ζαμπέτα. Σηκώνομαι και τι να δω.. Ένας χαϊλές!
- Καλά ρε και συ μέρα μεσημέρι στο πάρκο πήγες να πηδήξεις; Ήμαρτον ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω-πηδάω με μεγάλη διάρκεια.
Σύνθετη λέξη που αποτελείται απο τις λέξεις γαμάω (=συνουσιάζομαι) και πιλώθω (=σπρώχνω, στην Κρητική διάλεκτο).

- Μπάμπη, θα κατέβουμε Κοραή για καφέ;
- Ναι ρε συ ναούμ, παίρνω τηλέφωνο κι αυτόν τον μαλάκα τον Σωτήρη, αλλά τίποτα.
- Α,τον Σωτήρη... άσ' τον καλύτερα. Πέρασα από το σπίτι του το μεσημέρι και είχε εκεί τη Μαρία και τη γαμοπίλωθε...
- Κατάλαβα... το μουνί της θα έχει βγάλει τυρί γραβιέρα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δείξουμε ότι κάποιος λέει αρλούμπες και πίπες.

- Επιτέλους, φέτος είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να πούμε ότι η Ολυμπιακάρα μας πήρε ένα πεντακάθαρο πρωτάθλημα!
- Αυτά έλεγε κι ο Ηρακλής και τον κάνανε τσιμέντο!!

(από prasas, 04/05/08)(από prasas, 04/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπονιόνιος είναι ο σύγχρονος τέντυ-μπόι. Άτομο που σηκώνεται από το κρεβάτι στις 2:00 μμ και παίρνει τηλέφωνο τους άλλους μπονιόνηδες για να πάνε για καφέ ή μπιλιάρδο.
Κατά περίεργο τρόπο «μαγνητίζει τη σύγχρονη γυναίκα που όλως περιέργως -όσο περνάνε τα χρόνια- θέλει τον άνδρα κατοικίδιο (βλ. Πασχάλης). Η εξωτερική του εμφάνιση είναι η τελευταία λέξη της πουστοφλωριάς.
Συνώνυμα: ανεπρόκοπος, κοπρόσκυλο, χαραμοφάης, μόνο να τρως και να χέζεις είσαι, κλπ.

- Έλα ρε Αγαμέμνονα, πού είσαι; Έχεις εξαφανιστεί τελείως.
- Πού νά 'μαι ρε συ Μένιο, από τη σχολή στη δουλειά και από δουλειά στη σχολή. Τα έχω δει όλα κολυώμενα...
- Καλά ρε θηρίο, πώς τα προλαβαίνεις όλα ρε συ; Καλά, μη μου πεις ότι παίζει και κάνα γκομενάκι γιατί θα φάω τη φρίκη της ζωής μου!
- Τι γκομενάκι και μπαρμπουτσαλιές μου λες ρε μαλάκα; Ακόμα και να ήθελα να έχω και γκόμενα, χλωμό. Καθότι ναούμ τώρα η κορασίδα δεν γουστάρει τον άνδρα που εργάζεται και μυρίζει ίδρωτα ναούμ. Άμα δεις τα καλύτερα μουνιά κάτι μπονιόνηδες που κυκλοφοράνε, θα πεις μα καλά, κοιμάται πάλι ο θεός και δεν βλέπει τι γίνεται στον κόσμο ναούμ...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δείξουμε ότι κάνουμε προσπάθειες, όμως αυτές πέφτουν στο κενό.

Επίσης, όταν ασχολούμαστε με κάποιον που δεν αξίζει γιατί δεν χαμπαριάζει τι του λες.

  1. - Ρε Μπάμπη, αυτός ο προπονητής ο καινούργιος τι λέει;
    - Βρε αυτός καλός είναι αλλά η ομάδα γενικά είναι για το πέος... Δεν πα' να φωνάζει αυτός; Τζάμπα καίει η λάμπα...

  2. - Α ρε Μάνο... πάλι ρε κατούρησες στο ψυγείο; Εντάξει, έχει και αυτό φωτάκι αλλά είναι για άλλη δουλειά ρε συ... Αλλά τι μιλάω, αφού με δαύτον χάνω τα λόγια μου... Τζάμπα καίει η λάμπα!

(από Khan, 13/04/11)

Συνώνυμα (με τη δεύτερη σημασία), το ρετιρέ ξενοίκιαστο, χάνει το άτομο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified