Σύνθετη λέξη από τα χάφτας + βλάκας. Όταν μόνο μία εκ των δύο λέξεων δεν επαρκούν για να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον άλλο, αυτή είναι η τέλεια λέξη!

- Άντε ρε παλιο$%^# γαμώ το μουνί&^%$^(#@$.....!!
- Τι βρίζεις και συ ρε... Χαφταβλάκα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λέτσος, ο χίπις, ο άπλυτος. Λέγεται επίσης ο τουρίστας που ήρθε διακοπές αλλά ξέμεινε από λεφτά και παίζει κιθάρα/βιολί/ακορντεόν/φυσαρμόνικα για να μαζέψει για τα εισιτήρια του.

- Και εκεί που πάω να τελειώσω, ακούω από πάνω μου ένα ακορντεόν να παίζει Ζαμπέτα. Σηκώνομαι και τι να δω.. Ένας χαϊλές!
- Καλά ρε και συ μέρα μεσημέρι στο πάρκο πήγες να πηδήξεις; Ήμαρτον ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα νερά, οι μανούβρες. Κάθε τι που κάνουν οι άλλοι για να μας σπάσουν τα νεύρα.

- Μύρο, τι έγινε με το γκομενάκι το χτεσινό, το γάμησες;
- Άσε ρε μαλ, δεν έγινε τιποτα. Ήθελε καφέ, φαΐ, σινεμά και βόλτα στη φεγγαράδα, αλλά μόλις της είπα να πέσει και να παίρνει (πίπες), μου άρχισε τις τζιριτζάντζολες το καριολάκι...

«Γεια στα χέρια σου βρε Θέε μου, που \'πλασες τέτοιες ψυχές, που γουστάρουν την αγάπη, δίχως τζιριτζάντζουλες» Σιδηρόπουλος, Φυλής και Σπάρτης (από vikar, 31/07/13)

Απαντάται (συνηθέστερα) και ως τζιριτζάντζουλες. Δες και κόνξες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και εννοούμε «είναι τόσο προφανές, δεν το βλέπεις;»

- Ρε Σταύρακα, γιατί πας με τις μπάντες και σαν συγκαμμένος ρε; Μήπως σε γαμήσανε στη στενή που ήσουνα;
- Ε, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια ρε Μήτσακα ναούμ;
- Έτσ' ε... άντε και εις ανώτερα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δείξουμε ότι κάνουμε προσπάθειες, όμως αυτές πέφτουν στο κενό.

Επίσης, όταν ασχολούμαστε με κάποιον που δεν αξίζει γιατί δεν χαμπαριάζει τι του λες.

  1. - Ρε Μπάμπη, αυτός ο προπονητής ο καινούργιος τι λέει;
    - Βρε αυτός καλός είναι αλλά η ομάδα γενικά είναι για το πέος... Δεν πα' να φωνάζει αυτός; Τζάμπα καίει η λάμπα...

  2. - Α ρε Μάνο... πάλι ρε κατούρησες στο ψυγείο; Εντάξει, έχει και αυτό φωτάκι αλλά είναι για άλλη δουλειά ρε συ... Αλλά τι μιλάω, αφού με δαύτον χάνω τα λόγια μου... Τζάμπα καίει η λάμπα!

(από Khan, 13/04/11)

Συνώνυμα (με τη δεύτερη σημασία), το ρετιρέ ξενοίκιαστο, χάνει το άτομο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης. Χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ στις δεκαετίες '50-'60. Γνωστή λέξη και από ταινίες της εποχής (βλ. «Νόμος 4000», «Αναστασία», «Το κάθαρμα» κ.λ.π.)

Συνώνυμα: μπονιόνιος, χαραμοφάης, Κ.Π.Ε (κατασπατάληση πατρικού εισοδήματος), πρεζοκλεφτρόνι κ.α.

- Τί έγινε ρε συ;
- Τίποτις, ένας Τέντυ-μπόης γιαούρτωσε τον καθηγητή Σκορδομπούτσογλου...

Βλ. και τεντιμπόις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που με την πρώτη ματιά δείχνει καθώς πρέπει, αλλά στο background ξεσκίζεται ασύστολα με κάθε είδος μόριο ανεξαρτήτου μήκους και εθνικότητος.

- Ωραία γκόμενα αυτή ρε μάγκα μου, κόψε ρε περπατησιά, κόψε αξιοπρέπεια... ΚΥΡΙΑ ΡΕΕΕ!!
- Ποια μωρέ εφταμάλακα, αυτή είναι η πρώτη σταχτοπούτσα Αττικής και προαστείων. Καλά, ακόμα τα αγγουράκια από τη πρωινή σου μάσκα ομορφιάς έχεις στα μάτια σου και δεν βλέπεις μπροστά σου; Έεεε... νισάφι πια βρε παιδί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προκαλεί το χλευασμό και την απαξίωση των άλλων, ο ρεζίλης.

Συνώνυμα: τσίρκο, τσόκαρο, μαϊμούνι, ξεφτιλισμένος, σκυλογαυγισμένος, ξεγιβεντισμένος, για τα πανηγύρια.

- Στείλαμε το πιο γαμάτο τραγούδι στη Γιουροβίζιον, αλλά οι υπόλοιποι ευρωΠΕΟΙ ψηφίσανε τα σούργελα... τι να πεις..
(Ο άλλος συνομιλητής σε μάγκικο ύφος)
- Έτσε.....

(από prasas, 02/06/08)(από prasas, 02/06/08)(από prasas, 02/06/08)(από panos1962, 22/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχουμε συνδέσει κάποιον με τ' αρχίδια μας και μάλιστα σε απευθείας σύνδεση, εννοούμε ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ τον έχουμε γράψει. Μπορεί να τον γράφουμε και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η ουσία είναι ότι είναι γραμμένος anyway.

(1987, αγώνας ΠΑΟ-ΑΕΚ σε περιγραφή Μανώλη Μαυρομάτη)

- Σαραβάκος, Σαραβάκος κάνει ένα μπάσιμο στη μεγάλη περιοχή, σουτάρει... ΓΚΟΛ!...
- Α ρε μαλάκα Μαυρομάτη, είσαι σε απευθείας σύνδεση με τ' αρχίδια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified