Χαρακτηρισμός που λέγεται για κάποιον που πηδιέται ασύστολα και κατά συρροή, πολλές φορές και λόγω επαγγέλματος. Περιγράφει την πράξη της συνουσίας όπου το πέος εισάγεται και εξάγεται στον κόλπο της γυναικός.

- Ρε Μάνο, η Πολυξένη τελευταία πολύ στην πένα κυκλοφοράει ναούμ... Ρούχα πανάκριβα, mercedes compressor και δε συμμαζεύεται... Τι δουλειά είπαμε ότι κάνει;
- Εισαγωγές-εξαγωγές ρε... καταλαβαίνεις τώρα...
- Απόλυτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχουμε συνδέσει κάποιον με τ' αρχίδια μας και μάλιστα σε απευθείας σύνδεση, εννοούμε ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ τον έχουμε γράψει. Μπορεί να τον γράφουμε και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η ουσία είναι ότι είναι γραμμένος anyway.

(1987, αγώνας ΠΑΟ-ΑΕΚ σε περιγραφή Μανώλη Μαυρομάτη)

- Σαραβάκος, Σαραβάκος κάνει ένα μπάσιμο στη μεγάλη περιοχή, σουτάρει... ΓΚΟΛ!...
- Α ρε μαλάκα Μαυρομάτη, είσαι σε απευθείας σύνδεση με τ' αρχίδια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης. Χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ στις δεκαετίες '50-'60. Γνωστή λέξη και από ταινίες της εποχής (βλ. «Νόμος 4000», «Αναστασία», «Το κάθαρμα» κ.λ.π.)

Συνώνυμα: μπονιόνιος, χαραμοφάης, Κ.Π.Ε (κατασπατάληση πατρικού εισοδήματος), πρεζοκλεφτρόνι κ.α.

- Τί έγινε ρε συ;
- Τίποτις, ένας Τέντυ-μπόης γιαούρτωσε τον καθηγητή Σκορδομπούτσογλου...

Βλ. και τεντιμπόις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λέτσος, ο χίπις, ο άπλυτος. Λέγεται επίσης ο τουρίστας που ήρθε διακοπές αλλά ξέμεινε από λεφτά και παίζει κιθάρα/βιολί/ακορντεόν/φυσαρμόνικα για να μαζέψει για τα εισιτήρια του.

- Και εκεί που πάω να τελειώσω, ακούω από πάνω μου ένα ακορντεόν να παίζει Ζαμπέτα. Σηκώνομαι και τι να δω.. Ένας χαϊλές!
- Καλά ρε και συ μέρα μεσημέρι στο πάρκο πήγες να πηδήξεις; Ήμαρτον ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχουλός και ταυτόχρονα βουλιμικός άνθρωπος. Αυτός που δεν μπορεί να βάλει φερμουάρ στη μπούκα του και η κοιλιά του είναι σαν βόθρος, λόγω της κατανάλωσης μη υγιεινών τροφών.

- Πάλι τρως ρε βοθροκοίλη; Έλεος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τα χάφτας + βλάκας. Όταν μόνο μία εκ των δύο λέξεων δεν επαρκούν για να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον άλλο, αυτή είναι η τέλεια λέξη!

- Άντε ρε παλιο$%^# γαμώ το μουνί&^%$^(#@$.....!!
- Τι βρίζεις και συ ρε... Χαφταβλάκα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να σου κάνω σεξ, να συνουσιαστώ μαζί σου.

- Πωω παιδαρά μου, μανάρι μου θα με πάρεις και με μαζί σου; Ζαχαροπλάστης ήταν ο παππούς σου; Να 'ρθώ να σου πάρω λίγο τα πάσα, πασά μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ανδρικά γεννητικά όργανα, τα παπάρια.

- Άσε μαλάκα, προχτές ήμουνα στο σπίτι της Αννούλας και πήδαγα... και ξαφνικά ακούω «κλατς»-το κλειδί στην εξώπορτα..
- Και;
- Τι «και» ρε μαλάκα, μπαίνει μέσα ο πατέρας της και μπουκάρει στο δωμάτιο της, ευτυχώς είχα προλάβει να βγω στο μπαλκόνι...
- Και;
- Μέρα μεσημέρι και πρώτος όροφος το σπίτι. Γάμησέ τα, περνούσε ο κόσμος από κάτω και βλέπανε εμένα να στέκομαι σα μαλάκας με τα καντηλέρια έξω... ρομπιά ολκής μαλάκα μου!
- Πωω μαλάκα μου ότι'νάναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μην αγχώνεσαι», ή «κουλάρισε», ή «χαλάρωσε».
Εναλλακτικά, συναντάμε τη συγκεκριμένη έκφραση και στον δημόσιο τομέα, (σε εφορίες, Τ.Ε.Β.Ε., Ι.Κ.Α., πολεοδομίες...) σε πολύ διαδεδομένο βαθμό.

(Στην Εφορία, ημέρα Δευτέρα, 10:30 π.μ.)

(πολίτης) - Καλήμερα σας κύριε..
(υπάλληλος) - έρααα..
- Μου έστειλαν ένα πρόστιμο 867.000 ευρώ για μια επιχείρηση ζαχαροπλαστείου που είχα...
- Και μετά ναούμ;
- Θέλω να κάνω ένσταση, καθότι ποτέ δεν είχα ζαχαροπλαστείο!
- Καμ μπακ τουμόροου φίλος, έχω πολύ δουλειά σήμερις...
- Ναι, αλλά αύριο μου κάνουν κατάσχεση το σπίτι μου!!
- Μα τi νομίζετε, ότι θα 'ρθούμε και σπίτι σας να σας φτιάξουμε τα κωλοχαρτιά σας; Ούτε τον καφέ μου δεν μπορώ να πάρω εδώ μέσα πια; Αξημέρωτα ήρθατε κύριε Σκορδομπούτσογλου και γυρεύετε ενστάσεις και παπαριές; Α ρε νεοέλληνες!!
(πολίτης)-Μααα...
- Σκασμός ρε! Πάρ' το χαμπάρι, ο άνθρωπος είναι γυαλί και άμα σπάσει...
- Μααα...
- ΟΥΣΤ βρωμόσκυλο!
- Μααα...
- Αααα, εσύ δεν παίρνεις από λόγια έτσ' ε;;;
- Μααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified