Κρητική παροιμία που υποδηλώνει την κατρακύλα του ανδρικού μορίου κατά την έλευση του γήρατος.

(Από την ταινία «Μάντεψε τι κάνω τα βράδια-Ο ανοικτομάτης»)
- Εσένα παππού σου σηκώνεται ο κεντρικός διακόπτης;
- Σούζα τον έχω!
- Αχαχαχα... σηκώνει ψυγείο ε;

(από xalikoutis, 28/09/08)

Βλ. και σχετικό (αντίθετο) λήμμα μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μην αγχώνεσαι», ή «κουλάρισε», ή «χαλάρωσε».
Εναλλακτικά, συναντάμε τη συγκεκριμένη έκφραση και στον δημόσιο τομέα, (σε εφορίες, Τ.Ε.Β.Ε., Ι.Κ.Α., πολεοδομίες...) σε πολύ διαδεδομένο βαθμό.

(Στην Εφορία, ημέρα Δευτέρα, 10:30 π.μ.)

(πολίτης) - Καλήμερα σας κύριε..
(υπάλληλος) - έρααα..
- Μου έστειλαν ένα πρόστιμο 867.000 ευρώ για μια επιχείρηση ζαχαροπλαστείου που είχα...
- Και μετά ναούμ;
- Θέλω να κάνω ένσταση, καθότι ποτέ δεν είχα ζαχαροπλαστείο!
- Καμ μπακ τουμόροου φίλος, έχω πολύ δουλειά σήμερις...
- Ναι, αλλά αύριο μου κάνουν κατάσχεση το σπίτι μου!!
- Μα τi νομίζετε, ότι θα 'ρθούμε και σπίτι σας να σας φτιάξουμε τα κωλοχαρτιά σας; Ούτε τον καφέ μου δεν μπορώ να πάρω εδώ μέσα πια; Αξημέρωτα ήρθατε κύριε Σκορδομπούτσογλου και γυρεύετε ενστάσεις και παπαριές; Α ρε νεοέλληνες!!
(πολίτης)-Μααα...
- Σκασμός ρε! Πάρ' το χαμπάρι, ο άνθρωπος είναι γυαλί και άμα σπάσει...
- Μααα...
- ΟΥΣΤ βρωμόσκυλο!
- Μααα...
- Αααα, εσύ δεν παίρνεις από λόγια έτσ' ε;;;
- Μααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δείξουμε ότι κάποιος λέει αρλούμπες και πίπες.

- Επιτέλους, φέτος είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να πούμε ότι η Ολυμπιακάρα μας πήρε ένα πεντακάθαρο πρωτάθλημα!
- Αυτά έλεγε κι ο Ηρακλής και τον κάνανε τσιμέντο!!

(από prasas, 04/05/08)(από prasas, 04/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Και τρέχα γύρευε», ή «και άσ' τα αξεκαθάριστα».
Σε κάποιες περιπτώσεις το λέμε όταν κάτι δεν είναι αυτό που φαίνεται.

- Γιώργο, πολύ ψωλόκρυο ρε... Δεν μου τρίβεις λίγο την πλάτη να ζεσταθούμε;
- Kαλά ρε Αντώνη, πόσα κιλά μαλάκας είσαι ρε; Θα μας πάρει κάνα μάτι με το χέρι μου στον κώλο σου και άντε μετά να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες!
- Ε είπα να με τρίψεις, όχι να με γαμήσεις!
- Ρε σερτς γιορ τζομπ καλύτεραααα!!

Δύσκολο, πράγματι... (από Khan, 24/04/14)(από Khan, 08/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι μια κατάσταση είναι ξεπερασμένη και οπισθοδρομική.

Ο Αχιλλέας Παράσχος (πραγματικό όνομα Νασάκης ή Νασίκογλου· Ναύπλιο 1838 - Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1895) ήταν Έλληνας ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα, εκπρόσωπος της πρώτης Αθηναϊκής σχολής. Παράσχος ήταν το μικρό όνομα του πατέρα του.

- Ρε Νώντα, εκείνο το γκομενάκι που είχες πρόπερσυ τελικά το πήδηξες;
- Άσε ρε τη μυξοπαρθένα, που νόμιζε ότι ο πήδουλας είναι μόνο για τεκνοποίηση...
- Ε ναι ρε συ, κάποτε οι άνθρωποι το έκαναν μόνο γι' αυτό, το θεωρούσαν αμαρτία.
- 'Ελα μωρέ ποκοπίκο και συ με τις απόψεις σου, αυτά γίνονταν επί Αχιλλέως Παράσχου. Τώρα από μικρές όλες οι γκόμενες πρώτα μαθαίνουν το φιστίκωμα και μετά τα περί τεκνοποίησης...

(από prasas, 04/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγώ το ξέρω ως «είπες τό 'να είπες τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω».
Επίσης είναι και το «της θάλασσας τα κύματα χτυπάνε βράχο-βράχο, κι όλες τις μαλακίες σου στ' αρχίδια μου τις γράφω».

- Και που λες Μανούσο, ο Κοβάσεβιτς είναι παιχτρόνα μεγάλης κλάσης, απλά δεν έχει δέσει το γλυκό με τους συμπαίχτες του...
- Ε γαμώ και σένα και τον Ολυμπιακό σου πια... Δεν αντέχω άλλο ρε συ, είπες τό 'να είπες τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω ρε αμπλιαούμπλια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή ζαχαρένιος ή «καλά ρε μαλάκα από ζάχαρη είσαι;».
Επίθετο που χρησιμοποιήται κυρίως για άτομα χαμηλών αντοχών και τόνων.

- Μίμη, πού είναι ρε η γκόμενά σου σήμερα; Την έκλασες;
- Άσε ρε μαλ, αυτή με έκλασε ναουμ το πουτανίδιο! Ποιον, εμένα που στην περασά μου ξαπλώνουν οι γκόμενες κάτω σανιδωμένες ναουμ. Και με ποιόνα;; Με τον Ντιντή το μυζηθρένιο! Που εκεί που χέσανε οι μάγκες φύτρωσε αυτός ο μπονιόνιος...
- Μάγκα μου, δεν πουλάς πλέον. Πρέπει να το γυρίσεις στο μπονιόνικο για να πηδάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι έξω φρενών.
Σε ειδικές περιπτώσεις σημαίνει ότι έχω υπερβολικές απαιτήσεις.

  1. - Μαρίνο, καλή η καινούργια καθηγήτρια γερμανικών ρε;
    - Άσε με ρε με την #@#$%^&*!!!!
    - Καλά ρε συ, μια ερώτηση έκανα... μην πιάνεις τον Θεό απ' τ' αρχίδια!

  2. - Ρε Βούλα πήρες τηλέφωνο τον υδραυλικό να δεις πόσο θα κοστίσει η ζημιά;
    - Πήρα.
    - Και;
    - Ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, τη γιαγιά τον παππού του και καπάκι έπιασε και τον θεό απ' τ' αρχίδια και καθαρίσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχουλός και ταυτόχρονα βουλιμικός άνθρωπος. Αυτός που δεν μπορεί να βάλει φερμουάρ στη μπούκα του και η κοιλιά του είναι σαν βόθρος, λόγω της κατανάλωσης μη υγιεινών τροφών.

- Πάλι τρως ρε βοθροκοίλη; Έλεος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified