Χαρακτηρισμός που προέχεται από το videogame Halo, και συγκεκριμένα από το όνομα του χαρακτήρα (Master Chief). Αναφέρεται σε κάποιον που δεν μασάει.

- Και εκεί που μου την έχουν πέσει 5 τυπάδες, αρχίζω και τους κάνω τούμπανο στο ξύλο.
- Ώπα, σιγά ρε μαστερτσιφόνι.

(από demollyon, 27/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελάρας, ο έχων τα μυαλά στα κάγκελα, συνώνυμο του ψυχάκια.

- Καλά ρε συ, πως θα αντέξει αυτός στα χιόνια με το κοντομάνικο;
- Άσε ρε, δεν καταλαβαίνει τίποτα, είναι ψύχωμα.

Γκόμενα ψύχωμα. Το τέλος γαμάει. (από Galadriel, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχάριος που βιάζεται να μάθει και επιδεικνύει τις λίγες του γνώσεις στους άλλους. Συνήθως συνταντιέται μεταξύ των gamers και των κομπιουτεράδων.

- Πρόσεχε ρε συ μη φας καμιά sniperιά από τον τυπά και σου φύγει το κεφάλι.
- Κάτσε στα αυγά σου ρε νουμπά, που θα μου πεις τι θα κάνω.

Και νιούμπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιεί κάποιος όταν βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση, συνώνυμο του «χέστα κι άστα».

- Έλα ρε, πως πήγες στο διαγώνισμα;
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα!

(από Jim Blondos, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που πολλές φορές χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός, αντί του γεια. Επίσης συναντιέται και ως «ούγκα».

- Ουγκ, πώς πάει;
- Ούγκα, ας τα λέμε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια άσχημη γυναίκα, συνώνυμο των κάμπια και μπάζο.

- Έλα ρε, ξέρεις με ποια βγαίνει ο Αντώνης;
- Ναι μωρέ, με αυτή την μπόχλα την Ελένη. Μα τυφλός είναι ο άνθρωπος;

Βλ. και μποχλάδα / μποχλάδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αφελής, συνώνυμο του χαλβά.

- Έλα ρε μπιφτέκι και εσύ το βράδυ να πιούμε καμιά καφεδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμμένο παληκάρι, ο μάγκας, συνώνυμο του κολλητέ.

- Εμπρός, ποιος είναι;
- Έλα ρε πίθηκα, εγώ είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified