Μη σκουληκιάζεις: Απευθύνεται από την αγανακτισμένη μητέρα σε κακομαθημένο βρωμόπαιδο που γκρινιάζει και χτυπιέται προκειμένου να περάσει το δικό του. Παραπέμπει στις τελευταίες κινήσεις του ατυχούς ασπόνδυλου που το έχουν πατήσει.

- Το θέλω μαμά σου λέω, το θέλω, το θέλω, το θέλωωωωωωω...
- Μη σκουληκιάζεις στη μέση του δρόμου παιδί μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγόρι, το αρσενικό.

Σε εποχές, όχι και πολύ μακρινές, όπου το θηλυκό ήταν βάρος, ενώ το αγόρι η τιμή και το καμάρι της οικογένειας.

Χαρακτηριστική, αν και ακραία, η συμπεριφορά της Φραγκογιαννούς στη νουβέλα του Αλ. Παπαδιαμάντη «Φόνισσα».

- Έχεις άλλα αδελφάκια Μαριώ;
- Ναι θεια, άλλα τρία.
- Π΄διά είναι ή κορίτσια;

Παναγιά μου ένα παιδί version I (από GATZMAN, 17/09/10)Παναγιά μου ένα παιδί version IΙ (για πολύ παιδί) (από GATZMAN, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλά... τα κοψίδια!

Στη λαρισαϊκή διάλεκτο.

- Θα πάμε Ραψάνη ρε για μπιτζιβίσια; Έχω πεθυμήσει παϊδάκια, κοκορέτσια, τας κεμπάπ και γαρδούμπες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλώνει την έκπληξη του αναφωνούντος Λαρισαίου! Έχει την έννοια του: «τί μου λες τώρα;!;», «τί παίχτηκε;;»

- Είναι η πρώτη φορά που παραγγέλνετε Goody's;
- Ναι.
- Θα μας δώσετε αρχικά τη διεύθυνση και το δήμο σας.
- Γιατί πού κάλεσα τώρα; Δεν είσαι Λάρισα εσύ; (πονηρός ο βλάχος)
- Όχι, είναι τηλεφωνικό κέντρο στην Αθήνα για όλη την Ελλάδα.
- Ι χααα!

(από theophano, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Σπιρουνίζω το άλογο.
β) Βάζω μπρος τη μηχανή, ανάβω τη μίζα.

Προέρχεται από το τσακμάκι (αναπτήρα που βγάζει σπίθα από τσακμακόπετρα και ίσκα=φιτίλι).

Ραψανιώτικη έκφραση.

  1. - Τσακμάκωσε το μ'λαρ' να φτάσ'με σ(sh)ια κατ'!
  2. - ...και τσακμάκωνε που λες ο Κώτσος το αυτοκίνητο, αλλά πού να πάρει μπρος, δεν είχε βάλει βενζίνη ο μαλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουβεντούλα, κους κους, κουτσομπολιό. Η λέξη είναι πιθανότατα τούρκικης προέλευσης και χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στη Λάρισα!

μασλατεύω = κουτσομπολεύω, χαζολογώ.

  1. - Σ'κωθήτε κουρίτσια απ'τς καρέκλες, μου πιάσατε τα μασλάτια! Το πρωί είν' για τς δουλειές, άντε να γίν'τε νοικοκυρές!

  2. (από εδώ)
    «Ο/Η Marianna-A, την April 6, είπε:
    Ελενάκι μου, ελπίζω ότι πέρασες θαύμα, σ'ευχαριστώ, φιλούκια, Μ.
    Αλέκο Αληθώς ο Κύριος, έρχομαι για μασλάτι και καφέ..χιχι»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισινή παροιμία που λέγεται όταν κάποιος άθελά του αποκαλύπτει μυστικό.

- Άσε, ήμουν σε μεγάλη παρέα και μου ξέφυγε μία.... Τί να κάνω, λέω στο γιο μου:
«Κωστάκη, τί έκανες μπροστά στον ξένο κόσμο;» «Όχι εγώ μπαμπά, εσύ την αμόλησες...»
Κρύψ' και βρόντα δηλαδή...

(από πραγματικό περιστατικό!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Λάρισα, τσαγκαρσούλι είναι ένα αιχμηρό εργαλείο του τσαγκάρη με το οποίο ανοίγει τις τρύπες στα δέρματα για να περάσει την κλωστή που θα ραφτεί.

Συνεκδοχικά χρησιμοποιείται για να να δηλώσει τα μικρά εργαλεία ή γενικά τα μικροπράγματα.

- Φέρε μου δίπλα απ' τη ραπτομηχανή το κουτί με τα τσαγκαρσούλια, κόρη μου.
- Τί θες γιαγιά, να στο φέρω κατευθείαν να μην κουράζεσαι.
- Το ξηλωτήρι και τη δαχτυλήθρα παιδάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται η φέτα (τυρί) και λέγεται πού αλλού; Στη Λάρ'σα!

- Θεία, τί να την κάνω 5 κιλά φέτα που μου έφερες; Θα μου χαλάσει.
- Βάλ' το στο γάρο κορτσούλι μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Έχω το ψώνιο, έχω την τρέλα με κάτι που ασχολούμαι.
β) Έχω την προδιάθεση.

  1. - Όλοι το περίμεναν να γίνει ηθοποιός η Μαιρούλα. Εμ, την είχε τη μέντα από μικρή, δεν είχε αφήσει παράσταση για παράσταση που να μην παίξει στο δημοτικό.

  2. - Ο Πάνος μου είπε ότι στο στρατό έγινε γκέι, που είχε έλλειψη από γκόμενες. - Ναι, καλά, άμα ήταν έτσι όλοι θα γίνονταν. Αυτός την είχε τη μέντα από πριν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified