Πολεμικός χορός νεοελληνικής περιόδου, αντίστοιχος της βραζιλιάνικης Καποέιρα. Από το 1980 και εντεύθεν ορίζεται ως πανελλήνιος χορός που εξελίσσεται σύμφωνα με την ελληνική αστικολαϊκή μουσική παράδοση. Ο βασικός χορευτής εκτελεί τις φιγούρες-λαβές εντός κύκλου που σχηματίζει το κοινό, το οποίο χτυπάει τα χέρια του σε τυχαία χρονικά διαστήματα. Χαρακτηριστική είναι η έλειψη μέτρου τόσο μουσικά όσο και γενικότερα. Χορεύεται συνήθως από το κυρίαρχο αρσενικό της αγέλης για να εκφοβίσει τα υπόλοιπα μέλη. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το Ζεϊμπεκικο που αποτελεί παραδοσιακό ελληνικό χορό.

Έριξε μια ζεϊμπεκιά και στο τέλος σήκωσε το τραπέζι με τα δόντια

Got a better definition? Add it!

Published