Δηλαδή: για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις, πρέπει να επιμείνεις.

- Την έπεσα στην Μαίρη και έφαγα άκυρο. Σκέφτομαι να πάω για άλλα, όμως την γουστάρω υπερβολικά πολύ ρε φίλε, έφαγα σκάλωμα...
- Θα ξαναπροσπαθήσεις, αργά η γρήγορα θα πέσει, κατά βάθος σε συμπαθεί και δεν της είσαι τελείως αδιάφορος. Αλλά αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, να το ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που φλερτάρει με την μπάλα από τα γεννοφάσκια του,αλλά εξακολουθεί να παραμένει άμπαλος. Κυριότερη αιτία το ότι «δεν το έχει», δηλαδή η έλλειψη ταλέντου. Η κατάληξη -inho,που υπάρχει στα ονόματα πολλών Βραζιλιάνων μπαλαδόρων χρησιμοποιείται για να τονίσει την ειρωνεία.

- Πολύ τσαρούχι ο τύπος. Πρώτη φορά κλωτσάει τόπι στην ζωή του;
- Όχι ρε, από 7 χρονών παίζει.
- Και τον λένε Αμπαλίνιο, κατάλαβα.

Ο Τογκολέζος αμυντικός Jean Paul Abalo (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά νωχελικός τύπος που είτε λιώνει στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, είτε λιώνει μπροστά από ένα PC.

- Ξεκόλλα απ' το PC, ρε Μπακλαβατζίογλου, και πάμε καμιά βόλτα να δούμε κάνα μουνί ν' ανοίξει λίγο το μάτι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκολάρω σημαίνει βάζω γκολ (μονολεκτικά).

Ρε μαλάκα, ο Ιμπραΐμοβιτς τώρα τελευταία δεν γκολάρει συχνά. Τι έπαθε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποείται όταν είσαι πολύ ανοιχτός με ένα άτομο, σε τέτοιον βαθμό ώστε να παραγνωριστείτε και αυτός να σ' εκμεταλλεύεται και να μην σου δίνει καθόλου σημασία. Το χωριάτης χαρακτηρίζει το αγενές και άξεστο άτομο.

- Επειδή του κέρναγα τον καφέ όταν δεν είχε λεφτά, τώρα μου ζήτησε πάλι να του τον πληρώσω εγώ, μ' ένα ύφος λες και του χρωστάω.
- Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός χαρακτηρισμός γιά ένα άτομο με διανοητική καθυστέρηση. Χρησιμοποείται επίσης και για άτομα υπερβολικά χαζά και ανόητα.

- Ποια είναι αυτή ρε;
- Η κυρα-Φωτούλα. Γειτόνισσά μου είναι. Καημένη κι αυτή...
- Γιατί;
- Γιατί ο μοναχογιός της είναι μπαμπαϊας, ρε συ. Πολύ την λυπάμαι.

Από υπαρκτό πρόσωπο στην Καβάλα, βλέπε σχόλια εδώ. Άλλοι ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για έναν ομοφυλόφιλο, συνήθως έναν που του αρέσει περισσότερο να τον τρώει παρά να τον δίνει.

- Γεια σας, παιδιά.
- Φύγε απο 'δω, ρε πουτσογλείφτη, μας την σπας και μόνο που σε βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).

- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;

Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα/κοπέλα που τον έχει φάει άπειρες των απείρων φορές, τόσες που το μουνί ή ο κώλος της έχουν γίνει σαν σήραγγα τρένου, εξού και ο χαρακτηρισμός.

- Ρε μαλάκα, τό 'ξερες πως η Κατερίνα τον έχει φάει;
- Μόνο μια φορά ρε συ, αυτή είναι τρένο, όλη η πόλη την έχει ξεκωλιάσει...

(από Khan, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για εξωφρενικές ή ανυπόφορες καταστάσεις (και άτομα). Το κάστανο δίνει μεγαλύτερη έμφαση.

- Πω, ρε πούστη, το σημερινό πρόγραμμα δεν την παλεύει κάστανο. Γράφουμε δύο διαγωνίσματα και δεν έχω διαβάσει τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified