Χρησιμοποείται όταν είσαι πολύ ανοιχτός με ένα άτομο, σε τέτοιον βαθμό ώστε να παραγνωριστείτε και αυτός να σ' εκμεταλλεύεται και να μην σου δίνει καθόλου σημασία. Το χωριάτης χαρακτηρίζει το αγενές και άξεστο άτομο.

- Επειδή του κέρναγα τον καφέ όταν δεν είχε λεφτά, τώρα μου ζήτησε πάλι να του τον πληρώσω εγώ, μ' ένα ύφος λες και του χρωστάω.
- Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα/κοπέλα που τον έχει φάει άπειρες των απείρων φορές, τόσες που το μουνί ή ο κώλος της έχουν γίνει σαν σήραγγα τρένου, εξού και ο χαρακτηρισμός.

- Ρε μαλάκα, τό 'ξερες πως η Κατερίνα τον έχει φάει;
- Μόνο μια φορά ρε συ, αυτή είναι τρένο, όλη η πόλη την έχει ξεκωλιάσει...

(από Khan, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος που ναι μεν εισήχθη στην γιωτομπαλέ κατηγορία (Ι3-Ι4), αλλά νιώθοντας ότι έτσι αποτελεί στόχο χλεύης και περιφρόνησης από τους υπόλοιπους, προσπαθεί μανιωδώς να αποτινάξει το στίγμα του γιωτά από πάνω του, επιδιώκοντας συμμετοχή και δείχνοντας ζήλο σε όλες τις δραστηριότητες (ασκήσεις, πορείες κ.τλ.). Διακαής του πόθος να αλλάξει η Σωματική Ικανότητα (κατά την διάρκεια της θητείας εννοείται).

- Ο Αντωνίου γιατί έρχεται στην πορεία ρε μαλάκα; Νομίζω του έβγαλε ο γιατρός χαρτί πως δεν κάνει να συμμετέχει σ'αυτά.
- Δεν το δείχνει ποτέ ρε φίλε. Ο τύπος είναι φουλ γιωτοκομάντο. Παλεύει να αλλάξει το Ι του εδώ και πόσο καιρό, αλλά χλωμό το κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).

- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;

Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή: για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις, πρέπει να επιμείνεις.

- Την έπεσα στην Μαίρη και έφαγα άκυρο. Σκέφτομαι να πάω για άλλα, όμως την γουστάρω υπερβολικά πολύ ρε φίλε, έφαγα σκάλωμα...
- Θα ξαναπροσπαθήσεις, αργά η γρήγορα θα πέσει, κατά βάθος σε συμπαθεί και δεν της είσαι τελείως αδιάφορος. Αλλά αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, να το ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός χαρακτηρισμός γιά ένα άτομο με διανοητική καθυστέρηση. Χρησιμοποείται επίσης και για άτομα υπερβολικά χαζά και ανόητα.

- Ποια είναι αυτή ρε;
- Η κυρα-Φωτούλα. Γειτόνισσά μου είναι. Καημένη κι αυτή...
- Γιατί;
- Γιατί ο μοναχογιός της είναι μπαμπαϊας, ρε συ. Πολύ την λυπάμαι.

Από υπαρκτό πρόσωπο στην Καβάλα, βλέπε σχόλια εδώ. Άλλοι ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για εξωφρενικές ή ανυπόφορες καταστάσεις (και άτομα). Το κάστανο δίνει μεγαλύτερη έμφαση.

- Πω, ρε πούστη, το σημερινό πρόγραμμα δεν την παλεύει κάστανο. Γράφουμε δύο διαγωνίσματα και δεν έχω διαβάσει τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο με σπίρτα.

- Πάω να πάρω αναπτήρα και επειδή από ψιλά είχα μόνο 20 λεπτά έδωσα πενηντάρικο αλλά ο μαλάκας ο περιπτεράς δεν είχε να μου χαλάσει, οπότε αναγκαστικά έδωσα το εικοσάλεπτο και πήρα αλβανικό Zippo. Τέλος πάντων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που φλερτάρει με την μπάλα από τα γεννοφάσκια του,αλλά εξακολουθεί να παραμένει άμπαλος. Κυριότερη αιτία το ότι «δεν το έχει», δηλαδή η έλλειψη ταλέντου. Η κατάληξη -inho,που υπάρχει στα ονόματα πολλών Βραζιλιάνων μπαλαδόρων χρησιμοποιείται για να τονίσει την ειρωνεία.

- Πολύ τσαρούχι ο τύπος. Πρώτη φορά κλωτσάει τόπι στην ζωή του;
- Όχι ρε, από 7 χρονών παίζει.
- Και τον λένε Αμπαλίνιο, κατάλαβα.

Ο Τογκολέζος αμυντικός Jean Paul Abalo (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπούκ λουκούμ είναι η εξευτελιστική ήττα, είτε μιας ομάδας, είτε ενός ατόμου σε κάποιο αγώνισμα.

(Ύστερα από παρτίδα τάβλι)
- Πόσο ήρθε τελικά;
- 5-2. Ο Νίκος έφαγε ένα τσιμπούκ λουκούμ ξεγυρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified