Εκ του αγγλικού «flex» που σημαίνει «επιδεικνύω» και την ελληνική κατάληξη ρήματος -αρω. Επομένως, σημαίνει καυχιέμαι/υπερηφανεύομαι για κάτι δικό μου και το δείχνω επιδεικτικά σε άλλους.

- Ο Μάνος έκανε τατουάζ και το φλεξάρει συνεχώς μπροστά μας.

Got a better definition? Add it!

Published