Απαξιωτικός, υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομο ενοχλητικό ή/και βαρετό, ειδικά όταν πρόκειται περί καμακώματος.

Πάλι άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή; Ρε τον μπαδεαμέα, επιμένει ακόμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος (λέξη τούρκικη).

Πέρασαν πριν από λίγο η Καίτη και ο τζες της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μαρτυρά η κατάληξη -ιμος/ -ιμη, το ρηματικό αυτό επίθετο εκφράζει πρόσωπο (στην περίπτωση μας θήλυ), ικανό να του εφαρμόσουμε αυτό που δηλώνει το ρήμα. Το πρόθεμα ευ- δηλώνει ότι θα το κάναμε ευχαρίστως.

- Πώς σου φάνηκε η καινούρια καθηγήτρια των Αγγλικών;
- Μια χαρά γυναίκα. Ευγαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.) χρηματικό πόσο βλακωδώς ξοδεμένο σε άνθη και σαμπάνιες κατά τη διάρκεια διασκέδασης σε νυχτομάγαζο για χάρη μοιραίας ύπαρξης // περιττή οικονομική δαπάνη.

- Καλά, ότι της έχει αδυναμία το ήξερα, αλλά ότι θα έκανε τόση ζημιά για χάρη της χθες στην Πύλη Αξιού, ούτε που το φανταζόμουν. Να δούμε τώρα πώς θα τα βγάλει πέρα με τα γραμμάτια του, που μου θέλει και γούστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνηθες τάπωμα σε λεκτικούς διαξιφισμούς των παιδικών-εφηβικών χρόνων μας, που συνοδεύεται και από διάθεση αποχώρησής μας από την αντιπαράθεση, λόγω του ότι ο άλλος μας τα έκανε τσουρέκια και απαξιώνουμε να ασχοληθούμε περισσότερο με το ατομάκι του. Κυκλοφορεί και σε συντετμημένη μορφή (κατάλληλη για αποστολή με sms) ως «Όσα λες, πούτσα θες».

- Τις καλύτερες γκόμενες, τις έχουμε εμείς στο Γ4!
- Κούνα το κεφάλι σου να κάνει τσίου, ρε βλήμα. Εμείς τις έχουμε στο Γ3.
- Τα τρία μου στον κώλο σου και να καίνε, ρε ούφο.
- Στον δικό μου δε χωράνε, στον δικό σου κολυμπάνε, βλήτο!
- Όσα είπα κι όσα είπες, παρ' τον πούτσο μου για πίπες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπότα. Προκύπτει αφαιρώντας το πρόθεμα τσι- από τις τρεις συλλαβές της λέξης. Η προσθήκη τους έγινε για να καμουφλάρουμε τη συγκεκριμένη λέξη (με ό,τι αυτή υποσημαίνει για τις σχέσεις των ομιλούντων προσώπων) από αδιάκριτα ώτα.

(διάλογος στο τηλέφωνο)
- Λίλιαν, θα έρθεις σπίτι μου να το κάνουμε;
- Θα έρθω, Πάρη μου.
- Θα μου κάνεις και ισπανικό;
- Και ισπανικό, Πάρη μου.
- Και σπαγγάτο; Ιταλική βιόλα; Γερμανική τανάλια;
- Και βέβαια, Πάρη μου.
- Και Γαλλικό μπουζόκλειδο;
- Ωχ, έρχεται η μάνα μου.
- Φέρε και τσικά τσιπό τσιτές! (κλείνει το ακουστικό)

Δες κορακίστικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έγινε γνωστή από τον αθλητικογράφο Γ. Γεωργίου στις μαραθώνιες τηλεοπτικές ποδοσφαιρικές αναλύσεις του, και έκτοτε αντικατέστησε το συνώνυμο αρχαϊκό «Ώδινεν όρος και έτεκε μυν».

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε την ασυνέπεια (διάσταση, ασυμφωνία) μεταξύ λόγων και πράξεων, μεταξύ των θρυλουμένων και της αλήθειας, που αποβαίνει πάντα σε βάρος των προσδοκιών μας.

Πολύ δυσκοίλιος αυτός ο Τέβεζ μπροστά, ρε αδρεφάκι μου. Όλο ταλαιπωρεί τη μπάλα και για να δει γκολ από αυτόν η Μάτζεστερ, πρέπει να περιμένει ως το όγδοο ημίχρονο. Άσε που κόστισε και ένα κάρο λεφτά, επειδή -και καλά- ήταν ο διάδοχος του Μαραντόνα. Πολύ κλο κλο και από αυγό τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μεγαλύτερη προσήλωση στους κανόνες της Γραμματικής, γράφεται «Τ'ς έντ'σαν τ'ς άλλοι» και σημαίνει «Τους έντυσαν και τους άλλους», που πάει να πει τους στράτευσαν, τους πήραν φαντάρους. Η προέλευση της φράσης ανάγεται στο μακρινό Σουρδιστάν (περιφέρεια Κοζάνης) και οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των πρώτων ΕΣΣΟ του ΕΣ.

Στο παράδειγμα που ακολουθεί, αναγράφονται και οι δύο τύποι φωνημικής γραφής, καθώς και η απόδοση του σουρδο-διαλόγου στην καθομιλουμένη.

- Σεν τσαν; (Σ΄έντ'σαν; - Σε έντυσαν;)
- Μεν τσαν (Μ΄έντ'σαν - Με έντυσαν)
- Τσάλι τσεν τσαν; (Τ'ς άλλοι τ'ς έντ'σαν; - Τους άλλους τους έντυσαν;)
- Τσεν τσαν τσάλι (Τ΄ς έντ΄σαν τ΄ς άλλοι - Τους έντυσαν (και) τους άλλους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επώνυμο ποδοσφαιριστή που για μια σεζόν φόρεσε τα χρώματα της ΑΕΚ, διακρίθηκε για τη συνεισφορά του ως παλτό (βλ. λήμμα) στον πάγκο της και έκτοτε καθιερώθηκε ως συνώνυμο της διάψευσης των προσδοκιών για την έλευση ενός «μεγάλου ονόματος» σε μια ομάδα.

- Ρε μαλ, είδε τί υποσχέθηκε ο Πρόεδρος; Θα μας φέρει όνομα φέτος το καλοκαίρι που θα κάνει πάταγο!
- Τσσσ... Πάλι ψιλο γαζί σας δουλεύει. Τον Ραμπεσαντρατανά θα σας φέρει, να μου το θυμηθείς!

Eric Rabesandratana (από allivegp, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο πούστης. Για όσους προτιμούν να λένε: «Η ώρα πήγε ένδεκα».

Μες στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Δεν κελαηδούνε τα πουλιά.
Μόνο μια φωνή ηκούσθη:
Βρε τον πούσθη! Βρε τον πούσθη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified