Το πενηντάρικο, το χαρτονόμισμα των 50 ευρώ.
Δάγκωσέ μου ένα ντάρικο τσόκο
Το πενηντάρικο, το χαρτονόμισμα των 50 ευρώ.
Δάγκωσέ μου ένα ντάρικο τσόκο
Got a better definition? Add it!
Στην αργκό των μαφιόζων της νύχτας, έτσι καλείται η απαγωγή ενός οικονομικά εύρωστου προσώπου με σκοπό την ανταλλαγή του με χρηματικό ποσό (λύτρα).
Ψηλός: Θα σου πω, έχω κάνει μια πουστιά ακούς, αν πάω καλά... Σουν Τσουν: Ναι. Ψηλός: Θα τους κάνω μεγάλη ζημιά να ξέρεις, έχω κάνει ένα ριχτάδικο καλό, κατάλαβες; Σουν Τσουν: Τι; Ψηλός: Ξεκινάω ένα ριχτάδικο πολύ πονηρό, το έχω ξεκινήσει εδώ και έξι μήνες, σε κανέναν δεν λέω τίποτα να ξέρεις, ακούς; Σουν Τσουν: Ναι, ναι. Ψηλός: Γι' αυτό σου λέω αστακό θα φάμε το καλοκαιράκι. Δεν μπορώ να σου πω πιο πολλά, μη μου το γκαντεμιάσουνε. Εντάξει αγόρι μου, εντάξει; Σουν Τσουν: Μου είπε ο ψηλός Ιούλιο; Ψηλός: Σεπτέμβρη φίλε. Σουν Τσουν: Το καλοκαίρι τι θα κάνουμε δηλαδή, θα ψοφήσουμε της πείνας;
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει τολμώ, δείχνω θάρρος. Συνώνυμο: έχω κότσια ή guts.
Αν έχεις άντερα, έλα να λογαριαστούμε.
Got a better definition? Add it!
Εκτέθηκα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Σε τέτοιες καταστάσεις, πραγματοποιείται σύσπαση των μασητήρων μυών και σύγκλειση του οδοντικού φραγμού, κάτι που σε όλους μας αναδύει συνειρμικά τον μύχιο, αρχέτυπο φόβο του ευνουχισμού δια δαγκώματος της βαλάνου κατά τη διάρκεια της πεολειχίας.
Πάλι 2-4 με έβαλε σκοπέτο ο κοντοπούτανος και παίζανε κλακέτες τα σαγόνια μου απ΄το κρύο. Μιλάμε, δάγκωσα το καβλί μου.
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος, όπως προφέρονταν από τους κλεφταρματωλούς στα ηρωικά χρόνια της Ελ επανάστασης. Το λήμμα αυτό το συναντάμε πολύ συχνά στην ιστοριογραφία της εποχής και ιδίως σε αποσπάσματα ομιλιών των πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Για παράδειγμα, ο Γ. Καραϊσκάκης, γνωστός για την αθυροστομία του, φέρεται να έχει πει «... η μάνα μου ... θα έχει φάει ίσαμε χίλιους μπούτζους.» Επίσης, στα νεώτερα χρόνια, σώζεται η αναφορά του υπαστυνόμου Κιλκίς Ι. Πετράκη με ημερομηνία 4 Απριλίου 1927:
«Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά την λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε προς αυτούς «Σταθείτε, ρε πούστηδες, γαμώ το κέρατό σας» και αυτών απαντησάντων «Κλάσε μας τον μπούτζον», ούτοι απέδρασαν.»
- Στρατηγέ Μακρυγιάννη, ο Κιουτάγιας έστειλε γραφή να παραδοθούμε, 'τι θα φέρει κι άλλο ασκέρι να μας πάρει την πλάτη και τότες είμαστε χαμένοι.
- Θα μας κλάσει τον μπούτζον.
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα γλεντάω /-ώ ως αμετάβατο έχει την έννοια του ξεφαντώνω, γιορτάζω, πανηγυρίζω, βγάζω γούστα, κ.τλ. Όταν όμως συνοδεύεται από αντικείμενο ως μεταβατικό ρήμα (δηλ. γλεντάω κάποιον), σημαίνει ότι διασκεδάζω σε βάρος του, βγάζω τα γούστα μου / ασελγώ πάνω του, ή ακόμη παίρνω την εκδίκησή μου.
Το λήμμα προέρχεται από τον θαυμαστό κόσμο των συνθημάτων που αναρτούν σε πανώ ή φωνάζουν στα γήπεδα οι επιστήμονες των διαφόρων ομάδων και αναπαράγουν με μεγάλη προθυμία οι αθλητικές καφροφυλλάδες.
Συνώνυμο: κάνω πάρτι με επίτιμο καλεσμένο, κερνάω τον καλύτερο πελάτη.
Θρύλε γλέντα τους κι απόψε ΑΝΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ.
Γλέντησε τον Θρύλο ο Πάο στο βόλεϋ και πήρε το κύπελλο.
Got a better definition? Add it!
Στην Αλεφάντειο διάλεκτο, μαντουμαδόρος καλείται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής που διακρίνεται για την ικανότητά του στο μαν-του-μαν παιχνίδι, δηλαδή στο στενό μαρκάρισμα του αντιπάλου παίχτη σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα.
- Και του λέω του προέδρου: Έχεις τις χαφάρες σου, τα μπακ σου φοβερά ν΄ανεβαίνουν, πάρε και δυο μαντουμαδόρους παιχταράδες στο κέντρο της άμυνας να καταπίνουν τους αντιπάλους. Με θεριά πας να παίξεις στη Ευρώπη, όχι με τ΄Άσπρα Χώματα! Δηλαδή ο Χάπελ που έπαιζε με Μάγκατ και Κάρστενμάγιερ και πήρε το Κύπελο το '84 και παραμιλάγανε όλοι, άσχετο θα τον βγάλουμε;
Αλεφάντεια: αλεφάντεια κόμμωση, αλέφαντος, ζωγραφίζω κάποιον, καλώς τα παιδιά, 3-0!, κίνηση μεγάλου παίχτου, κονιόρδος, μάθε μπαλίτσα, μάνα καημένη, μαντουμαδόρος, μυρωδιάς, ντύνομαι Αλέφαντος, ξέρω εκατό κιλά, πες το κι έτσι (μορφωμένε), πριμαντόνα, σ' τα εξηγώ ωραία;, τα πάντα όλα, τέσσερο, τιτανοτεράστιος.
Got a better definition? Add it!
Ζόρικη λεξούλα, λόγια, κυριλέ ή τουλάχιστο mainstream για πολλούς, που –φυσικά– σημαίνει τον υπερθετικό βαθμό/κορυφή (summit)/επιτομή του φαύλου, διεφθαρμένου, ανήθικου, αχρείου ανθρώπου. Η βρώμικη δουλειά γίνεται με το τρυκ της επανάληψης της λέξης φαύλος, με τη μεσολάβηση του τοπικού επιρρήματος «επί», δηλαδή φαύλος επί φαύλου ==> φαυλότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν.
Το έτυμον του φαύλος ανάγεται στο <αρχ. φαύλος < *φλαύλος, συγγ. του φλύω (= φλυαρώ).
Σας ασπάζομαι,
Ο θείος Φαύλος
Χα! Θα βάλει τάξη στο ΙΚΑ ο Διοικητής του! Ποιός; Ο για χρόνια φαυλεπίφαυλος που εμφανίζεται τώρα τιμητής της χρηστής διοίκησης! Πλάκα με κάνεις ρε καρντάσι; Ούσουτου, το αρχιλαμόγιο.
Got a better definition? Add it!
Ο οπαδός του Φιντέλ του Κάστρου και ιδεολογικός αντίπαλος του φιλελέ. Μπορεί να έχει πάει και Κούβα, αλλά μόνο εν είδει σεξο-βακάνζας και για να έχει μετά να λέει.
Φιντελέδες και μπολσεβίκοι, η Κούβα πια δεν σας ανήκει
Got a better definition? Add it!