Ο/Η ομογενής από την πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Γεωργίας. Εκ του Ρωσσοπόντιος, Ρ.Π., ή τελικά ρου-που.
Η Δήμητρα προσέλαβε μια ρου-που να κοιτάει τον άρρωστο πατέρα της.
Ο/Η ομογενής από την πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Γεωργίας. Εκ του Ρωσσοπόντιος, Ρ.Π., ή τελικά ρου-που.
Η Δήμητρα προσέλαβε μια ρου-που να κοιτάει τον άρρωστο πατέρα της.
Got a better definition? Add it!
Είδος ημιάγριου χοίρου. Απαντάται στη Θράκη, στην ορεινή Χαλκιδική και αλλαχού. Εκτρέφεται σε αγέλες που βόσκουν σε δάση και αποτελεί γευστικό έδεσμα.
Σήμερα μπήκαν γρουτζέλια στην αυλή του Σχολείου.
Got a better definition? Add it!
Αδόκιμη σύνταξη λέξεων που οφείλεται σε ένδεια λεξιλογίου (λεξιπενία) και χρησιμοποιείται κατά κόρον από αθλητικογράφους, αθλητές ή παραγοντίσκους του αθλητισμού. Η υγεία δεν είναι κάτι που «βγαίνει» αλλά κάτι που αναδύεται, ή αλλιώς, αυτός που την κατέχει σφύζει από αυτή.
Εν πάση περιπτώσει, με το λήμμα οι ανωτέρω ειρηθέντες θέλουν να δηλώσουν ότι η ομάδα τους δεν νοσεί, αλλά είναι και φαίνεται υγιής, κάτι το οποίο τις περισσότερες φορές βέβαια είναι ευσεβής πόθος (wishful thinking) παρά πραγματικότητα.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση μεγάλης απαξίωσης στο πρόσωπο κάποιου για μια έκνομη ή ατιμωτική πράξη ή άλλη χοντρή πατάτα στην οποία το άτομο αυτό περιέπεσε.
Ο Τομπούλογλου; Κόψε φάτσα και ράψε σώβρακα.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος είναι πολύ γκαντέμης, λέμε ότι έχει τύχη από γκορτσιά.
Η γκορτσιά (pyrus spinosa) είναι αλλιώς η αγριαχλαδιά, ταπεινό αλλά ανθεκτικό δέντρο που φύεται στην Πίνδο και αλλαχού.
- Έβαλα 50 ευρώ στην Μπάρτσα, άσσο και όβερ και βγήκε διπλό και άντερ.
- Τύχη από γκορτσιά!
Got a better definition? Add it!
Σε αθλήματα με μπάλα, έτσι αποκαλείται μια πολύ ψηλή μπαλιά που φεύγει πολύ μακριά εκτός πεδιάς. Τέτοιο άθλημα είναι κατ' εξοχή το ποδόσφαιρο όπου ένα λάκτισμα της μπάλας από κάποιον αούγκανο καλαμοκοντρόλερ μπορεί να τη στείλει πολύ ψηλά πάνω από την εστία με αποτέλεσμα να φάμε γλαρόσουπα αλλά επίσης και η καλαθοσφαίριση, το τένις, η επιτραπέζια αντισφαίριση κ.ά.
Η μπεκάτσα (snipe στα αγγλικά, εξ ου και sniper o ελεύθερος σκοπευτής) είναι πτηνό που πετάει σε μεγαλύτερα ύψη απ' ό,τι τα συνηθισμένα πουλιά.
Αν δεν πατήσεις πρώτα σωστά, αντί για τοπ-σπιν θα βγάλεις μπεκάτσα.
Got a better definition? Add it!
Ο πληροφοριοδότης, ο χαφιές, ο ρουφιάνος.
Από το ιταλικό sbirro που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Συνώνυμο: χαφ ρουφ.
Όπως με πληροφόρησε ο σμπίρος μου, κανείς στο Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ δεν επιθυμεί έλεγχο των παραστατικών, γιατί έχουν πολλά να κρύψουν.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο ασθενής που καταφθάνει σε Δημόσιο Νοσοκομείο σε ώρα επειγόντων και του οποίου η εισαγωγή έχει προσυμφωνηθεί με τον θεράποντα ιατρό του, κατά παράβαση της σύννομης διαδικασίας αλλά και των χρηστών ηθών.
Πρόκειται για ανθρώπους που κατόπιν προσυνεννοήσεως με τον ιατρό τους έρχονται για τσεκ-απ ή για αντιμετώπιση μιας μη επείγουσας κατάστασης και εισάγονται ως επείγοντα περιστατικά σε ώρα γενικής εφημερίας του Νοσοκομείου (στο οποίο εργάζεται ο εν λόγω ιατρός), ώστε να παρακαμφθούν ραντεβού και λοιπές χρονοβόρες διαδικασίες.
Σχεδόν πάντα υπάρχει πελατειακή σχέση ιατρού-ασθενούς, είτε σε χρήμα, είτε (παλαιότερα) σε εκδουλεύσεις (συνήθως ψήφος). Συχνά, ο ασθενής κατάγεται από επαρχία και έχει βρεθεί για λίγες μέρες στη μεγάλη πόλη, οπότε τα χρονικά περιθώρια για εισαγωγή στο Νοσοκομείο είναι στενά.
Ο χαρακτηρισμός ως «βαλιτσάκι» οφείλεται στο γεγονός ότι ο ασθενής σκάει μύτη στα επείγοντα σαν έτοιμος από καιρό, σαν σίγουρος ότι θα εισαχθεί, αρματωμένος με βαλίτσα περιέχουσα τα προσωπικά του είδη (πυτζάμες, παντόφλες, κολυνός κ.λπ.)
(διάλογος ιατρών στα επείγοντα)
- Πόσες εισαγωγές είχαμε σήμερα, συνάδελφε;
- Ως τώρα πέντε. Δύο επείγοντα και τρία βαλιτσάκια.
- Από πού είναι τα βαλιτσάκια;
- Άρτα, όλα. Του Διευθυντή πατριωτάκια.
- Με ταξί τα κατέβασε, ρε πούστη μου;
Got a better definition? Add it!
Ηχοποίητο ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, που δηλώνει μια ανωμαλία στον δρόμο ικανή να προκαλέσει αναπήδηση του αυτοκινήτου.
Σαν γκντούπατις μπορεί να χαρακτηριστεί ένα σαμαράκι, ένα εξόγκωμα ή μια λακούβα του δρόμου που θέτει σε δοκιμασία τα αμορτισέρ και προκαλεί αναπήδηση των επιβατών στις θέσεις τους, αφού βέβαια ακουστεί πρώτα ο χαρακτηριστικός ήχος της πρόσκρουσης των μπροστινών τροχών (γκντουπ) στην εν λόγω ανωμαλία.
Κόψε ταχύτητα, έχεις ένα γκντούπατις μπροστά.
Got a better definition? Add it!