Η μπουνιά στα μούτρα.

Του 'πα ότι του γαμιέται η μάνα και αυτός με άρχισε στα μπουκέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρε δρόμο/δίνε του. Καθιερώθηκε από τον αθλητικό αναλυτή Τάκη Τσουκαλά.

- (Γκόμενα) - Γιατί κλείνεις τις γραμμές;
- (Τάκης, κόβει την γραμμή) - ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ.. γιατί έτσι γουστάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τραβεστί. Ο άντρας που ενθουσιάζεται σεξουαλικά όταν ντύνεται γυναικεία.

α. (www.mpakouros.net) Ψιτ τραβέλι, θες καρβέλι;
β. (www.adslgr.com) Σαν αποτυχημένο τραβέλι είναι εδω που τα λέμε...
γ. (Των Βλάχων το Κοθώνι, ποίημα) Τραβέλι με φουστάνι΄ Που τα αγγούρια ίσιωνες σαν ήσουν στο μποστάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το «παρτούζα».

  1. (www.angelfire.com) «40άρα θέλει πάρτυ με ούζα στον κώλο της...»

  2. - Τι θα κάνουμε απόψε Χαράλαμπε;
    - Δεν λες στην αδερφή σου να περάσει για τίποτα πάρτυ με ούζα;
    - Άααα, δεν πίνω απόψε! (άσχετη)

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένδειξη άγνοιας (καθότι και σταρχιδισμός).

  1. - Ξέρεις... Εγώ σε αγαπάω
    - Στ 'αρχίδια μου τα τριχωτά.

  2. - Κι έλεγα γιατί με φαγουρίζανε τ' αρχίδια μου...
    (tamystikatoukolpou.blogspot.com)

  3. - Ναι, ξέρεις, και με έτρωγαν τόσο καιρό τα αρχίδια μου αν θα έρθει ο Κονσεισάο...
    (shmmy.ntua.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό.

  1. Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;

  2. (www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.

  3. («Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης. Αυτός που λέει μούσια.

α. (www.alfisti.gr) Μην αρχίσετε τώρα να με λέτε φιδέμπορα , αλήθεια λέω , πιστέψτε με!

β. (www.say.gr) Φοβάμαι ότι θα με παρεξηγήσει και θα με περάσει για κανένα φιδέμπορα

(από Hank, 28/06/09)

Βλ. και αρχιδέμπορας, ψωλέμπορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σκληρή οικονομία.

α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...

β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...

Ψωμί ευλογημένο κατά τας Γραφάς (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης μαλάκας -- ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται λεβέντικα χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο λακαμάς είναι και ταυτόχρονα.

  1. (siegmundshof.wordpress.com) - Σε λίγο ξεπροβάλλει η νύφη και από πίσω περιχαρής ο λεβεντομαλάκας!

  2. (tonisitiskalipsos.blogspot.com) Αποτυχημένος επαναστάτης, εραστής, επιστήμονας, ένας λεβεντομαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανώς στα ποδανά (=ανάποδα) η μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.

- Τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!... Σε λίγο, όλοι θα κυκλοφορούμε με μία τσαπού στο στόμα!

(από Khan, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified