Διευθύντρια οίκου ανοχής.

Για ρώτα την τσατσά πόσο έχει το τσιμπουκάκι σήμερα...

(από patsis, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομάκρυνση, με απαρατήρητο τρόπο, συνήθως έπειτα από κάποιο γεγονός που μας φέρνει σε δύσκολη θέση.

Όταν αρχίζουν να σφίγγουν οι κώλοι, ο Μάκης πάντα την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια.

(από patsis, 16/01/12)

Βλ. και έγινα φιδίσιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτοικος Ινδίας / Πακιστάν / Μπανγκλαντές κτλ. Ο όρος χρησιμοποιέιται συχνά από Έλληνες κάτοικους της Αγγλίας.

-Πήγα να πάρω μια εφημερίδα, και ο παλιο-μπανιάνος πήγε να με κλέψει.

Βλέπε και πάκης, πάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρά γυαλιά μυωπίας –τόσο χοντρά, όσο και οι πάτοι μπουκαλιών (π.χ. μπύρας).

Όχι χρυσό μου, το (γυαλί-) πατομπούκαλο δεν είναι της μόδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανώς στα ποδανά (=ανάποδα) η μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.

- Τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!... Σε λίγο, όλοι θα κυκλοφορούμε με μία τσαπού στο στόμα!

(από Khan, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.

Πάμε για μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο που περιέχει χασίσι (βλ. και γάρο)

  1. Έλα να γυρνάει ο μπάφος.
  2. Θα σκάσουμε κάνα μπάφο;
  3. Τι μαλακίες λες ρε! Ληγμένο μπάφο ήπιες;
  4. Παίζει πολύ μπάφος στο παρκάκι.

Κύπριος αδελφός Μπάφος Μπάφους (από Vrastaman, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που έχει ξεμείνει απο γυναίκα.

- Ρεβεγιόν και να έρθω σαν το μπακούρι, δε λέει τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».

Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.

Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;

Αγόρια προσοχή κυκλοφορούν αραχνομούνες. (από joe909, 01/09/11)

Βλ. και πιάνω αράχνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified