Αναφέρεται σε virtual χώρα, οι κάτοικοι της οποίας επιδίδονται στο αγαπημένο τους σπορ, την μαλακία. Χρησιμοποιούμε την λέξη για να δηλώσουμε ομάδα ανθρώπων ή χώρο, στα οποία τίποτα δεν λειτουργεί σωστά, όλα πάνε κατά διαόλου και γενικά επικρατεί ένα μπάχαλο, το κωλοχανείο.

Ο Διευθυντής σε αιφνιδιαστικό έλεγχο: - Έ, τι γίνεται εδώ πέρα; Πού είναι ο Δημητρίου και ο Γεωργίου;
Υπάλληλος: - Πεταχτήκανε στο περίπτερο για τσιγάρα, κύριε Διευθυντά.
Διευθυντής: - Μου φαίνεται ότι εδώ κάνετε ό,τι σας καβλώσει, γι' αυτό τίποτα δεν πάει καλά...
(Τα παίρνει ακόμα περισσοτερο και συμπληρώνει:)
- Αυνανιστάν το έχετε κάνει εδώ μέσα, παλιομαλάκες, μη σας γαμήσω όλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγοπόδαρος, αυτός που το βάζει γρήγορα στα πόδια, ο εξαφανιζόλ εν ριπή οφθαλμού, ο τιγκανά σε κλάσμα δευτερολέπτου. Προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του γνωστού ολυμπιονίκη Αιθίοπα δρομέα Said Auita, πόσο δε μάλλον λόγω και της ακουστικής ομοιότητας με την σαΐτα, συνώνυμης της ταχύτητας.

- Ο μαλάκας το παίζει μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και πήγε να την πέσει στην Ελένη που ξέρει ότι είναι δικιά μου. Με το που σκάω μύτη όμως, σαΐτα ουίτα ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω καλά, φίνα.

- Πού θα πας το καλοκαίρι Τζόνυ;
- Χα, άκου τι θα κάνω. Θα πάρω μισό κιλό κοκό, δύο κιλά φοσμπά και τρεις γκόμενες και θα πάμε να αράξουμε για ένα μήνα Γαϊδουρονήσι. Μιλάμε θα την περάσω κοτσάνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμα καβλωμένος με την κακή έννοια, αυτός που δεν μπορεί να σταυρώσει μουνί, που δεν μπορεί να γαμήσει για να ξεκαβλώσει, αυτός που προσπαθεί απεγνωσμένα να γαμήσει και την πέφτει ασύστολα από δω κι από κει, αλλά στο τέλος μένει πάντα με το καβλί στο χέρι. Εννοείται ότι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να γαμήσει ό,τι βρεθεί, να φάει ό,τι του σερβίρουν.

Οι συγγενείς του: Είναι σύζυγος της χήρας με τα πέντε ορφανά και πρώτος ξάδερφος του Σάββα του Ουρογάμη.

- Τον είδες ρε μαλάκα τον νέοπα; Ακόμα δεν πρόλαβε να έρθει στο γραφείο και τις κυνηγάει να τις γαμήσει όλες! Με χαιρεκακία Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τον καταλάβουν και θα μείνει με το πουλί στο χέρι, ο καβλιάγγουρας!

Ποιός έχει το όνομα (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Gay αρκτικόλεξο που σημαίνει multile anal penetration (πολλαπλή πρωκτική διείσδυση) η οποία είναι σεξουαλική πρακτική κατά την οποία ένας (ευτυχής) κάθεται και τον παίρνει ταυτόχρονα από πολλούς μαζί από το ίδιο (οπίσθιο) μονοπάτι.

Μεταξύ δύο Άγγλων gay (σε πούστικο ύφος) :
- What do you like most Peter? MAP or fist fucking?
(Τι γουστάρεις περισσότερο Πετρούλα, να σου σκίζουν το κωλί 5 μαζί, ή να σε γαμάει 1 με τη γροθιά του;)
- Oh, Ι'd like both, but what Ι favor most is MAP!
(Αχ αχ, κανένα δε με χαλάει, αλλά αυτό που πάω με τα μπούνια είναι το MAP).
- Why?
(Γιατί;)
- Cause Ι like the feeling of multiple ejaculations into my hole!
(Γα δύο λόγους. 1ον : Μου αρέσει να μου κάνουν τον κώλο φινιστρίνι, και 2ον : Προσπαθώ να μείνω έγκυος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δυσχερής εκείνη κατάσταση, κατά την οποία οι διαστάσεις του πρωκτού επιμηκύνονται κατά τον εγκάρσιο και επιμήκη άξονα, ούτως ώστε να ομοιάζει ωσάν φινιστρίνι πλοίου.

- Λένε ότι ο Βαγγέλης τον παίρνει, αλλά εγώ πιστεύω ότι είναι φήμες.
- Πραγματικά το ίδιο θα πίστευα κι εγώ αν δεν μου έλεγε ο Σάκης ο κωλομπαράς ότι προχθές βράδυ πήγε σπίτι του και τού 'κανε τον κώλο φινιστρίνι.

(από John Kar, 21/05/08)Στο 3:10! (από patsis, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σκατοκατάσταση, όταν τα πράγματα γίνονται μουνί, όταν γαμιέται ο Δίας και η Αφροδίτη, όταν τριτώνει το κακό, όταν γαμιέται το σύμπαν. Πάντα σε υπερθετικό βαθμό, βλέπε τρικούβερτο.

- Τι έπαθες ρε, χάλια σε βλέπω σήμερα!
- Άσε με ρε μαλάκα. Το πρωί τράκαρα με τη μηχανή, άργησα να πάω στη δουλειά και μου την είπανε, και όταν γύρισα στο σπίτι το βρήκα μέσα στην πλημμύρα, είχε σπάσει μια σωλήνα. Τριμπούρδελο κατάσταση σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βυζούμπα, οι μεγάλοι βύζοι, τα βυζόμπαλα, τα μπαλκόνια, ο εξώστης, το θεωρείο, οι τορπίλες.

- Τά 'μαθες; Ο Σάββας έγινε Ουρογάμης!
- Γιατί το λες αυτό ρε μαλάκα;
- Αφού γάμησε την Πόπη την άβυζο.
- Καλά, φιλαράκο είσαι νυχτωμένος. Η Πόπη την είδε πλαστική και έφτιαξε τον μεγαλύτερο μπαχταλέ της πιάτσας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που μιλάει ακατάπαυστα. Έμεινε στην ιστορία σαν έκφραση από τον Γιώργο Γεωργίου όταν αναφερόταν σε γνωστό αθλητικό δημοσιογράφο.

- Για που τό 'βαλες μεσημεριάτικα ρε μαλάκα;
- Πάω για καφέ με τον Αντώνη, έρχεσαι;
- Ποιόν, τον πουρουπουπού; Από και κλείεται! Την άλλη φορά δεν προλάβαμε να αρθρώσουμε λέξη, αφού δεν το έκλεινε το ρημάδι με τίποτα!

(από polemarxos90, 29/03/10)(από Khan, 11/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ροχάλα, το πηχτό και ενίοτε χρωματιστό (κίτρινο, πράσινο, γκρι) φτύμα.

- Μαλάκα, που να στα λέω. Πήγα να φτύσω και μού 'φυγε ένα γκρούχαλο... Το πιο άσχημο όμως είναι ότι πήγε και έπεσε στον καφέ του διπλανού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified