Γνωστή όσο παλιά υποτιμητική λέξη, συνώνυμη της γριάς.

- Μαλάκα, δε μου το βγάζεις από το μυαλό ότι ο Πέτρος πρέπει να έπιασε δουλειά σαν ζιγκολό.
- Γιατί το λες αυτό;
- Καλά, όλοι ξέρουν ότι ήταν γνωστός πιπινοφάγος, και τώρα τελευταία τον βλέπω να κυκλοφορεί με γρίτζελα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πονηρό πορνίδιο, η γυναίκα εκείνη η οποία θα χρησιμοποιήσει όλη την γυναικεία πονηριά και μαεστρία (ακόμα και τον κώλο της) προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της.

Σούλα : - Καλά μωρή, για πότε τον γνώρισες, για πότε τον πήδηξες και για πότε τόνε τύλιξες τον Σάκη, είναι να σε θαυμάζουν. Καλά, τελικά είσαι και πολύ πορνηρή γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που δεν κάνει σφάλματα, ο αλάθητος. Λέγεται ότι το copyright της φράσης ανήκει στην ανεπανάληπτη λεξιπλάστρια και επίτιμο μέλος του slang (χωρίς να το ξέρει) Κα Άντζελα Δημητρίου.

Στο μαγαζί : - Πάλι έδωσες λάθος παραγγελία! Το τραπέζι 10 παρήγγειλε κοκορέτσι, όχι το 9!
- Ά, για να σου πω Γιώργο! Το λάθος είναι του μάγειρα. Πόσες φορές θα σου πω ότι εγώ είμαι άσφαλτος;

Για περισσότερα τέτοια κόπιραϊτ της εθνικής μας αοιδού, δείτε και στο λήμμα αντζελισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός του οποίου η μόνιμη σεξουαλική προτίμηση και πρακτική είναι η παρά φύση ηδονή, το γαμίσι από τον κώλο (πάντα σε φυσιολογικά πλαίσια). Σχετική είναι και η έκφραση: Σε γαμώ στον κώλο, και με λες μογκώλο...

Ελένη : - Τι έγινε Μαιρούλα, τα είπατε χθες με τον Γιάννη;
Μαιρούλα : - Τα είπαμε, και τώρα δεν μπορώ να πιάσω καρέκλα από τον πόνο.
Ελένη : - Γιατί, τι έγινε;
Μαιρούλα : - Ο Γιάννης είναι μογκώλος, και δεν του φαινότανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον αδέξιο στις κινήσεις του στόματος, αυτόν που δαγκώνει. Προέρχεται από την έκφραση: «μάστορας, και στα τσιμπούκια κάστορας».

- Τι έγινε ρεμάλ, γιατί κρατάς τ' αρχίδια σου, πέρασε κάνας παπάς;
- Όχι ρεμάλ ναμμ, χθες βράδυ βγήκαμε με την Στέλλα.
- Ποια, την Στέλλα τον κάστορα; Όχι ρε πούστη, καλά να πάθεις. Άλλη φορά να ρωτάς...

Ένας κάστορας ετοιμάζει μία πίπα (από poniroskylo, 24/11/08)Πάστορας και στα τσιμπούκια μάστορας (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slang της μαύρης (ή μπορεί και της άσπρης) μαγείας. Μανόγαλο είναι το ειδικο εκείνο γάλα που παράγεται από ανάμιξη του μητρικού γάλακτος μιας μητέρας και της κόρης της, πράγμα που προϋποθέτει ότι θα μείνουν έγκυες και θα γεννήσουν την ίδια περίοδο. Είναι σπανιότατο, και θεωρείται ότι έχει μαγική δύναμη και χαρίζει υπερφυσικές δυνάμεις σε όποιον το πιει.

- Τι έγινε ρε μαλάκες, πέρασε σε καμιά σχολή ο Γιάννης, ή πήγαν και αυτές οι Πανελλήνιες στον βρόντο;
- Ο τύπος είναι τελείως άχρηστος. Αυτός και το μανόγαλο να του δώσεις να πιει, πάλι τις ίδιες μαλακίες θα κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα γερμανικά η δεσποινίδα, στα νέα όμως ελληνικά η λέξη... απογειώνεται και μεταφέρεται, πούαλλού, στην συμπαθή ομάδα των ομοφυλοφίλων.

Φιλονικία μεταξύ οδηγών στο δρόμο :
Ο ένας, με αδελφοφωνή:
- Ά να χαθείς κρυφόπουστα!
Ο συνοδηγός του άλλου: - Ρε μαλάκα, στην είπε χοντρά η φρόιλάιν! Δεν θα απαντήσεις;
- Μπα, δεν ασχολούμαι με πούστρες. Στο τέλος θα νομίσει ότι γουστάρουμε κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταυτόχρονη πράξη του ρουφήγματος και του δαγκώματος, όπως όταν τρώμε ψωμί βουτηγμένο σε τσάι ή γάλα.

- Πώς τα πας με την Μαιρούλα ρε λακαμά, την πήδηξες; Έχω ακούσει ότι είναι και η πρώτη πιπέτα η δικιά σου.
- Άσε, δεν σου λέω τίποτα. Με έβαλε κάτω χθες και με πήγε ρουφοδάγκα όλη νύχτα. Μιλάμε, μού 'κανε τον πούτσο κοτλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αποβλακωμένος, άνθρωπος σε φυτική κατάσταση, που η ύπαρξή του είναι καθαρά διακοσμητική ή χρηστική μόνο για τους άλλους. Συχνά χρησιμοποιείται για εξαρτημένους που έχουν καταλήξει φυτά από την σκληρή χρήση.

- Φίλε, έχεις ένα κατοστάρικο;
- Έχουμε αλλάξει νόμισμα ρε κομοδίνο, δεν τό 'χεις πάρει χαμπάρι; Άιντε... Κοκό-ζαπρέ και άγιος ο Θεός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified