Απευθύνεται σε κάποιον μεγαλύτερης ηλικίας από τη δικιά μας, που θέλουμε για οποιοδήποτε λόγο να τον βρίσουμε.

Έχουμε ανάψει τα αλάρμ για να παρκάρουμε, αλλά πίσω μας ένας οδηγός γύρω στα πενήντα έχει ξεσκιστεί στο κορνάρισμα. - Σκάσε ρε μαλάκα! Κάτσε πρώτα να παρκάρω, και μετά θα κατέβω να σε γαμήσω, κωλόγερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που δηλώνει αυτόν που θέλουμε να τον φτύσουμε, τον κατάπτυστο. Προέρχεται από την αντίδραση γκόμενας μετά από εκσπερμάτιση στο στόμα της, η οποία αντί να καταπιεί το περιεχόμενο ως είθισται, το έφτυσε επειδή της φάνηκε ότι δεν είχε αποδεκτή γεύση, ότι ήταν πικρό.

Προχθές τράκαρα στο δρόμο τον μαλακισμένο τον Βάσο. Μιλάμε δε θέλω ούτε να το βλέπω το πικρόχυσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλώσει σαστιμάρα, έκπληξη.

Μαλάκα, δεν σου λέω τίποτα. Σήμερα είδα παρδαλό Θεό. Έπεσα πάνω στον Καθηγητή την ώρα που την κοπανούσα, αλλά δεν είπε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φημολογείται, πρόκειται για είδος «βαριάς φούντας» που φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα χασισοδενδρύλλιου.

Ρε μαλάκα, την άκουσα καλά χθες με το stuff που μου έδωσες. Αυτό δεν ήταν φούντα, ήταν πρεζόφουντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο σεξουαλικός ερεθισμός, το κάβλωμα, η διέγερση.

Ρε συ, κοίτα τη την μουνίτσα, δεν το περίμενα, μου έφτιαξε παπάρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο ψευτόμαγκας, ο θρασύδειλος.

Για κοίτα ρε τον παπαροτσολιά, όλο λόγια είναι αλλά όποτε με βλέπει κλάνει μέντες!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για παραφθορά της έκφρασης : «Ρε μαλάκα να πούμε» που χρησιμοποιείται συχνά στην καθομιλουμένη του ρεμπετόβιου ή του βαρύμαγκα.

- Ρε Μήτσο, έχεις να μου δανείσεις πέντε τάλαρα ναμμ;
Μήτσος : - Άσε με ρεμάλ ναμμ, δε βλέπεις ότι είμαι στεγνός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified