Αρχικά των λέξεων Παίρνει Τσιμπούκια Όρθια. Χαρακτηρίζει τη γκόμενα εκείνη που είναι τόσο κοντή που ο λαιμός της μυρίζει ποδαρίλα, τη γκόμενα εκείνη που είναι 1.50m με τα χέρια στην ανάταση, την πολύ κοντή, να το πω επιστημονικά, γκόμενα. Προσοχή, δεν αναφέρεται στις γυναίκες μπάζα. Πολλές φορές τα Π.Τ.Ο. έχουν πολλά πλεονεκτήματα (εύκολη αποθήκευση και ευχρηστία αν και είναι λίγο ευαίσθητα στην υπερβολική χρήση).

— Επιτέλους την πήδηξα τη Μαρία.
— Ποια ρε μαλάκα; αυτό το Π.Τ.Ο.; Αυτή ρε δε σου φτάνει ούτε μέχρι τα αρχίδια!
— Ε και πού είναι το κακό;

(από gggggg, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούστης, gay, αδερφή, πισωγλέντης, λούγκρα.
Αναφέρεται σε πολλά λεξικά και ως σκαραβαίος, από το αυτοκίνητο της VW που είχε την κίνηση στους πίσω τροχούς. Έτσι και ο πισωκίνητος έχει εξασκηθεί στην κίνηση από πίσω και έχει κάνει το κώλο του γκαράζ με δωρεάν πάρκινγκ.

- Κοίτα τον Λόυλη τον πισωκίνητο. Όλο τα καλύτερα τεκνά κυκλοφοράει.
- Έτσι είναι φίλε μου. Τον πούστη πολλοί γάμησαν, το χρήμα ουδείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή, ο πούστης, ο gay, η παλιόπουστα, η σκατολουγκρητία.

Αναφέρεται σε εκείνο το άτομο το οποίο συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κοπέλα. Έχει επέλθει η πλήρης μετεξέλιξη και ο τύπος πλέον ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με το άλλο φύλο. Η κοπέλα η τελειωμένη συμπεριφέρεται με πουτανιά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του (ναι πάλι στα πέη αναφέρομαι).

Γιαννάκης: - Μπαμπά είμαι Gay
- Τι λες παιδί μου... Έχεις εσύ φίλες μοντέλα;
- Όχι μπαμπά.
- Έχεις σπίτι στη Μύκονο;
- Ούτε.
- Δουλεύεις στην τηλεόραση; - Όχι μπαμπά.
- Τότε τι gay είσαι ρε μαλακισμένο. Παλιόπουστα του κερατά είσαι, κοπέλα τελειωμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για εκείνες τις καταστάσεις στις οποίες κάποιο άτομο εξαναγκάζεται να κάνει κάτι το οποίο κατά βάθος του αρέσει.
Συνώνυμο του βαράτε με και ας κλαίω (αλήθεια αυτό έχει καταχωρηθεί; Για μισό να τσεκάρω...)

(Σούλα) - Τάχα να πούμε δεν ήθελες να πας στο συνέδριο με τον Κώστα στο Λονδίνο αλλά αναγκάστηκες από την εταιρεία. Μωρή σε ποιον τα πουλάς αυτά; Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη, η τσούλα, η βιζιτού, η ιερόδουλος, η καριόλα, η πουτάνα.
Λέξη που έγινε γνωστή από την παγκοσμίου φήμης cult ταινία της δεκαετίας του ΄80 με τον Στάθη Ψάλτη, «Ο πρωτάρης μπάτσος και η τροτέζα».

Καλά θέλεις και παράδειγμα για να την καταλάβεις; Δεν σου φτάνουν τόσα συνώνυμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Έβρος. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά από φαντάρους οι οποίοι δεν έχουν και τόσο καλή εμπειρία από την παραμονή τους στο συγκεκριμένο μέρος. Γκάντζος είναι ο γάιδαρος στην τοπική διάλεκτο και φυσικά δεν ήταν δύσκολο να χαρακτηριστεί ολόκληρη η περιοχή από το συμπαθητικό κατά τα άλλα ζώο.

- Μαλάκα, τον ήπιαμε. Φεύγουμε μετάθεση για Γκατζολία...
- Όχι ρε πούστη, εκεί που τα κουνούπια είναι σαν στούκας; Να το χέσω ρε μαλάκα το κωλοβύσμα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομαδικό σεξουαλικό όργιο στο οποίο πολλά άτομα μαζεύονται ταυτόχρονα σε έναν χώρο και επιδίδονται στο αγαπημένο τους άθλημα. Αρχικά, επειδή οι συμμετέχοντες προκειμένου να χαλαρώσουν έπιναν πολλά ούζα, ονομαζόταν συνθηματικά πάρτι με ούζα και για χάρη ευφωνίας έγινε παρτούζα.

- Γυναίκα μπορείς να μου πεις πώς είναι δυνατόν το παιδί μας να είναι κατάμαυρο ενώ και οι δύο μας είμαστε κατάξανθοι;
- Κοίτα να δεις, έπειτα από την περσινή παρτούζα να είσαι ευχαριστημένος που δεν γαβγίζει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς: το κωλοβάρεμα μέχρι αηδίας και το ξύσιμο αρχιδιών που, για χάρη συντομίας και savoir vivre (σαβουάρ βίβρ), έγινε απλά ξυστό. Κατά κάποιους προέρχεται από το αγαπημένο σπορ των Ελλήνων δημόσιων υπαλλήλων που όλη μέρα ασχολούνται με το ξυστό και το στοίχημα, εξ ου και η έκφραση, «ξύσε το ξυστό» που κατά κόρον ακούγεται στις δημόσιες υπηρεσίες. Κατά άλλους πάλι, ο όρος αυτός προέρχεται από τα έδρανα της βουλής και αναφέρεται στο αγαπημένο χόμπυ των 300.

- Πω πω ρε μαλάκα, πώς θα περάσουν πάλι τόσες ώρες σε αυτή τη σύσκεψη; Όλο μαλακίες λένε, μιλάμε για απίστευτο ξυστό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα πάνε στραβά , πάμε από το κακό στο χειρότερο, μας πάει πίπα-κώλο.

Έκφραση που υποδηλώνει ότι μια σειρά γεγονότων που έχουν σχέση με εμάς πηγαίνουν πολύ άσχημα και μάλιστα τόσο άσχημα όσο δεν γίνεται. Συνήθως για αυτή την 'αναποδιά' ευθύνεται κάποιο συγκεκριμένο άτομο με το οποίο συνήθως πάλι έχουμε σχέση προϊστάμενου-υφιστάμενου (φυσικά δεν είμαστε εμείς ο προϊστάμενος).

Η έκφραση αυτή ακούγεται συχνά σε στρατώνες αλλά και σε πολλές φιλελεύθερες εταιρείες.

- Δεν αντέχω άλλο ρε στραβάδι. Ο νέος διοικητής μας πηγαίνει γαμιώντας και μάλιστα χωρίς λόγο...
- Τι χωρίς λόγο βρε ηλίθιε , ξέχασες τι έκανες;
- Που να φανταστώ ρε μαλάκα ότι το τεκνό που μας την έπεσε ήταν η γυναίκα του;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified