Συνθηματικό που αναφέρεται στην πράξη της ομαδικού πιπώματος μια παρέας νέων από μία ομάδα κορασίδων. Στο παιχνίδι λαμβάνουν μέρος τουλάχιστον 4 άτομα από κάθε ομάδα. Τα αγοράκια κάθονται στη σειρά με το πουλάκι έξω και περνάνε με τη σειρά τα κοριτσάκια και τα περιποιούνται. Όποιο αγοράκι λερωθεί πρώτο αποβάλλεται. Νικητής είναι αυτός που θα λεκιαστεί τελευταίος. Από την ομάδα των κορασίδων νικήτρια αναδεικνύεται αυτή που θα λεκιάσει τα περισσότερα αγοράκια. Το ζευγάρι των νικητών κερδίζει δωρεάν προφυλακτικά για 1 μήνα και μισό μπουκάλι βότκα.

Τι λέτε, φωνάζουμε τα κορίτσια για καμία πίπα-γύρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία της γενικότερης έννοιας μουνοβοσκός. Είναι ο άντρας που είναι περιτριγυρισμένος από πολλές γυναίκες αλλά τελικά μένει μόνο στα λόγια και ποτέ δεν προχωράει στα έργα. Έτσι, είναι ο καλύτερος φίλος των γυναικών και ο καλύτερος σύντροφος για τις δύσκολες ημέρες (όπως και οι σερβιέτες). Εκείνο που τον ξεχωρίζει από το μουνοβοσκό είναι η ποιότητα του εμπορεύματος η οποία ως επί το πλείστον είναι για τα μπάζα. Οπότε κατά μια άποψη καλύτερα που μένει μόνο στα λόγια.

- Κοίτα τον μαλάκα, μιλάμε για μεγάλο μπαζοβοσκό. Πάλι λιώμα είναι και κυνηγάει όποιες βρει αλλά μένει πάντα με το πουλί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που τα αρπάζει όλα από τον κώλο, η γκόμενα που τα κάνει όλα και συμφέρει.

- Τα κάνει όλα, τα κάνει όλα, η Σούλα η αρπακώλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος πολύ χύμα, ο διάλας, αυτός που όπου πάει τα κάνει μουνί. Η πρόθεση τρι- χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στο δεύτερο συνθετικό (τρεις φορές). Αντίστοιχες λέξεις από το ίδιο πρώτο συνθετικό τριμάλακας, τρικούβερτο, τρισκατάρατος...

- Ρε τριμπούρδελο, πότε θα τελειώσεις επιτέλους αυτή την έκθεση για τον διευθυντή; Θες να μας σουτάρει όλους;
- Χαλάρωσε ρε μεγάλε και δε μου βγαίνει και η πασιέντζα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, τα παίζω, ξεφεύγω, δεν ξέρω τι μου γίνεται, παλαβώνω, κόβω καπίστρι, χάνω τη μπάλα.

- Τον καημένο, τον παράτησε η γκόμενα, τον διώξανε από τη δουλειά, του κλέψανε το αυτοκίνητο και έμαθε ότι έχει και AIDS... Πώς να μη βαρέσει μπιέλα...

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περάσαμε γαμάτα, φανταστικά, καταπληκτικά, τόσο ωραία, σα να μας παίρνανε πίπες όλο το βράδυ οι καλύτερες γκόμενες. Χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ αντρών για να δώσουν έμφαση στο πόσο καλά πέρασαν.

Όταν η λέξη βέβαια πίπα χρησιμοποιείται στον πληθυντικό, τότε το νόημα είναι ακριβώς το αντίθετο.

- Χθες που λες βγήκα με τη Barbara και την Ιωάννα και περάσαμε πίπα...
- Εγώ πάλι βγήκα με το Γιώργο και το Μήτσο και περάσαμε... πίπες...

Πίπα περάσαμε με τον Αντρέα (από Khan, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γκόμενα εκείνη η οποία είναι τόσο εμφανισιακά απαράδεκτη και τόσο ατημέλητη που ακόμα και να σε παρακάλαγε και να σε πλήρωνε δε θα πήγαινες μαζί της. Παρόλα αυτά η ίδια νομίζει ότι είναι γκομενάρα και συμπεριφέρεται με απίστευτη πουτανιά. Πληροφορίες ότι η λέξη προέρχεται από την πρώτη πόντια πουτάνα που αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι άλλες πληρώνονται, ελέγχονται ως ανακριβείς.

- Άκου ρε μαλάκα να φάω πίτα και από το μπάζο τη Μαίρη!
- Εσύ φταις που ασχολήσαι με την τσαμπατσούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράκι των βορείων ως επί το πλείστον προαστίων με λεπτά χαρακτηριστικά, προσεγμένο μαλλί, λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά και καμιά φορά διακριτικό μακιγιάζ. Ξεχωρίζει για τη γλυκύτητά του και τις χαριτωμένες κινήσεις του. Τον όρο πρώτος χρησιμοποίησε ο άρχοντας Κωστόπουλος στο περιοδικό NITRO.

- Κοίτα τον Γιαννάκη, πολύ γλυκό αγορίτσι...
- Τσάμπα τα λεφτά που έδωσε ο πατέρας του στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που είναι trendy, κάτι που είναι στη μόδα, κάτι που πρέπει να κάνεις έτσι απλά. Προέρχεται από το Αγγλικό must που σημαίνει πρέπει. Έτσι λοιπόν σήμερα είναι μαστ να πας διακοπές στη Μύκονο, να φοράς ακριβά επώνυμα ρούχα, να πηγαίνεις στο Μέγαρο και ακόμα περισσότερο μαστ να πηγαίνεις με τον παίδαρο.

Πρέπει να πάμε Ρέμο οπωσδήποτε... είναι μαστ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάλασε, τά 'φτυσε, τά 'παιξε. Η φράση χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τα παλαιά πλοία του πολεμικού ναυτικού που χάλαγαν συνέχεια με αποτέλεσμα να μην ταξιδεύουν και να γίνονται ένα με την προβλήτα (που αποτελείται από μπετό). Σύντομα ο όρος επεκτάθηκε και χαρακτηρίζει κάθε τι που δεν δουλεύει σωστά.

- Το κωλολάπτοπ πάλι μπέτωσε... Είναι η τρίτη φορά που χάνω όλα τα αρχεία, θα το πετάξω να ησυχάσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified