Η διαδικασία της μαλακίας, λόγω της χειρωνακτικής εξάσκησης με το πέος που λειτουργεί ως simulator της βελόνας πλεξίματος και λόγω προσομοίωσης των όρχεων ως simulators κουβαριών (οι όρχεις είναι αφενός τριχωτοί και αφεδύο παράγουν σπερματονήματα ).

*[i]Σημεία επίστησης της προσοχής*[/i]

Για την παραγωγή slang εργόχειρου χρησιμοποιούνται 2 αρχίδια (like κουβάρια) και 1 πέος (like βελόνα) , ενώ για την παραγωγή του κλασσικού εργόχειρου χρειάζεται ένα κουβάρι και 2 βελόνες.

Το κλασσικό εργόχειρο απαιτεί σχέδιο (γραπτό, ή εγκεφαλικό). Στο slang δουλεύει από φαντασίωση ως φωσκολική φαντασία. Ωστόσο ακόμα κι η απλή φαντασίωση χρειάζεται κάποιο mini σενάριο. Άρα υπακούει σε κάποιο χαλαρό σχέδιο. Πόσο μάλλον η φωσκωλική.

Το κλασσικό εργόχειρο όπως και το slang εργόχειρο δίνουν δεδομένα αποτελέσματα (το πρώτο δίνει πλεκτό εργόχειρο, το δεύτερο πιτσιλωτό πλεγμένο εργόχειρο).

Τα σπερματονήματα δεν ποικίλουν σημαντικά στο χρώμα, όπως συμβαίνει με τις αποχρώσεις νήματος των κλασσικών κουβαριών. Τα σπερματονήματα δε, έχουν πιο λεπτόρρευστη ύφανση σε σχέση με τα κλασσικά νήματα.

Το slang εργόχειρο είναι πιο εύκολο στην παραγωγή, αλλά είναι βραχύβιο σχετικά με το κλασσικό εργόχειρο.

Τέλος θα μπορούσαμε να πούμε πως και για την παραγωγή των δυο τύπων εργόχειρου χρειάζεται κάποιος χρόνος ξεκούρασης, γιατί η υπερεργασία στην περίπτωση του slang καταλήγει σε έλλειψη πόρων, ενώ η υπερεργασία στην περίπτωση του κλασσικού, λόγω της κούρασης αντί να οδηγήσει σε εργόχειρο μ’ αρχίδια, μπορεί να οδηγήσει σε αρχίδια εργόχειρο.

Όσο δε για τη ρήση: Αν η μαλακία ήταν εργόχειρο θα χες κάνει την προίκα σου, οφείλουμε να πούμε πως εδώ ο ποιητής μιλά για κλασσικό εργόχειρο.

- Μήτσο, που είναι τα παιδιά σου; Θέλω να τους γράψω κάτι κτήματα και θέλω να τους το πω.
- Όλα τα ανίψια σου κάνουν εργόχειρο τώρα. Μην τα απασχολείς με ευτελή πράγματα.
- Καλά οι κόρες σου, το καταλαβαίνω. Οι γιοί σου όμως; Πρόσεχε ρε μαλάκα μη σου βγουν ντιγκιντάγκες τα παιδιά
- Όταν μιλάω για εργόχειρο μιλάω για κωπηλατική.
- Α τότε πάω πάσο. Μην τους κόψω τον ειρμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί φιλόσοφοι και μαθηματικοί, από την αρχαιότητα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα απασχολούντο με την προσπάθεια του τετραγωνισμού του κύκλου. Προσπαθούσαν δηλαδή να κατασκευάσουν ένα τετράγωνο με εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν του κύκλου. Το θέμα έκλεισε το 1882 όταν ο Φέρντιναντ Φον Λίντεμαν (Ferdinand von Lindemann) απέδειξε πως το θέμα δεν μπορεί να καταστεί εφικτό.

Γιαυτό όταν κάποιος λέει: «προσπαθώ να τετραγωνίσω τον κύκλο» εννοεί πως επιδιώκει κάτι το ακατόρθωτο, κάτι το καταδικασμένο σε αποτυχία.
Ωστόσο λόγω της σημαντικότητας του εγχειρήματος, που απασχόλησε γενιές και γενιές επιστημόνων η εκφορά της συγκεκριμένης φράσης θα μπορούσε να σημαίνει πως κάποιος ασχολείται με κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό.

Λέγοντας κάποιος δε τη φράση «σιγά μην καταφέρω να τετραγωνίσω τον κύκλο» θεωρεί, πως είναι άσκοπο να κάνει μια προσπάθεια που φαίνεται εκ των προτέρων πως έχει από ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητες επιτυχίας.

Ο αδιάφορος πατέρας απευθύνεται στον σκράπα στα μαθήματα γιο του, παραμονές των πανελλαδικών εξετάσεων:
Πατέρας: Βάλε τα δυνατά σου.Προσπάθησε, να περάσεις στο Πολυτεχνείο.
Γιος: Πατέρα τι να σου πω; Προσπάθεια θα κάνω, αλλά να ξέρεις, προσπαθώ να τετραγωνίσω τον κύκλο. Δεν έχω δυνάμεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια καμακιάρικη έκφραση, όπως κι η έκφραση: θερμά συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά.

Είναι πιο ραφιναρισμένη σίγουρα απ' αυτή: Ωχ τα πόδια, άστα κει, κολεοί και είναι εντελώς διαφορετικού νοήματος απ' τη φράση: Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου.

Η φράση, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, αντίκα και ξεπερασμένη πια, απευθυνόταν από καμάκι παλαιάς κοπής, σε διερχόμενη γκόμενα, με στόχο να εκθειάσει τη θηλυκότητα της. Ήθελε έτσι, ο τριαινοφόρος, να πει πως, τη βρίσκει νοστιμούλα και μάλιστα γλυκιά σα ζάχαρη. Προσπαθούσε δηλαδή, μέσω της ατάκας αυτής, να περάσει το μήνυμα, πως ο πατέρας της θα πρέπει να 'ταν... ζαχαροπλάστης ώστε να μπορέσει να «φτιάξει ένα τέτοιο γλυκό». Δε σημαίνει βεβαίως, πώς αυτά που έλεγε, πως τα εννοούσε κιόλας. (Συνήθως, σα δόλωμα τα 'ριχνε).

Που στόχευε;

Ήθελε έτσι ο τυπάς να την πέσει στο παστάκι, στο μπουγατσάκι, στο πιπινάκι, στο μιλφέιγ, σε κάποια ζαχαρομούνα, ή σε κάποια, κάπως έτσι τέλος πάντων, με στόχο να ανεβάσει τα πεσμένα του ζάχαρα καίγοντας θερμίδες μαζί της.

Ας δούμε αναλυτικότερα όμως, τι θα μπορούσε και καλά, να υπάρχει στο background της φράσης.

1) Ένας πατέρας ζαχαροπλάστης, ξέρει κι εκτιμά το γλυκό, από τη γεύση του, από τη γλύκα που αυτό πλημμυρίζει το στόμα, από το σιρόπι του και... σίγουρα κάνει τα πάντα για να φτιάχνει γλυκά όνομα και πράγμα. Σκεπτόμενος έτσι φτάνει κάποια στιγμή, που ότι και καλά γίνεται (εξέρχεται) απ' αυτόν, χαρακτηρίζεται και καλά... από μοναδική γλύκα. Επομένως και το σορόπι, που εξέρχεται απ' το σουτζούκ λουκούμ του... Λέμε τώρα!

Αυτό λοιπόν το σορόπι, ως μοναδικό σερμπέτι, πέφτοντας στη μήτρα της γυναίκας του, ως πετιμεζάτο ...μπεϊκιν παόυντερ, συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός γλυκού εντός του φούρνου της.

Η κόρη πάλι, κουβαλώντας αφενός τις κυτταρικές ζαχαροπλαστικές καταβολές του πατέρα της και αφεδύο μεγαλώνοντας δίπλα σε ένα ζαχαροπλάστη πατέρα, αναμένεται πως θα αποκτήσει μοναδική γλύκα και πως θα γίνει το... πλάσμα! Και αντίθετα με ένα γλυκό που γίνεται γρήγορα (για εμπορική χρήση), αυτή τελειοποιεί τη γλυκύτητα αργά αργά, άρα το αποτέλεσμα θα είναι κατά πολύ ποιοτικότερο.

Με αντίστροφη αναγωγή, καταλήγουμε πώς ένα τέτοιο πλάσμα, θα πρέπει να έχει... και καλά, πατέρα ζαχαροπλάστη.

2) Μια τέτοια φράση υποτίθεται πως λινκάρει με την αγάπη μεταξύ κοπέλας-πατέρα, κάτι που... και καλά, θα αναμενόταν πως θα μπορούσε να εκτιμηθεί από την κοπέλα ως διπλό κομπλιμέντο (για αυτή αλλά και για το φουκαριάρη τον χρυσοχέρη τον πατέρα της που έδωσε όλη του την τέχνη και τη μαεστρία του στη δημιουργία της).

Τι έβγαινε από τη φάση;

1) Για την κοπέλα: Άλλες κολακεύονταν, άλλες ενοχλούντο τάχυναν το βήμα κι έφευγαν, άλλες του την έλεγαν κιόλας (βλ. παράδειγμα 1), άλλες μπορεί να ανταπέδιδαν τον καλό λόγο, κι άλλες πάλι μπορεί και να το προχωρούσαν το θέμα.

2) Για τον καμακόβιο: Το γεγονός είναι πως ο δρόμος για το σεξ είναι στρωμένος από χυλόπιτες και παντελονόψαρα. Ο κάμακας όμως δεν απαιτούσε ευστοχία ένα προς ένα, γι’ αυτό και συνέχιζε απτόητος!

Σημείωση:

1) Πολλές φορές, η φράση, συνδυαζόταν με τη φράση: Κουρκουμπίνια σε τάιζε η μάνα σου; Εδώ ο ποιητής εστιάζει στο ρόλο της μάνας νοικοκυράς που συντηρεί τη γλύκα που ήρθε απ' τον πατέρα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών φράσεων μαρτυρά έμμεσα την παλαιότητα της φράσης.

2) Η ατάκα συνηθιζόταν από βαρύμαγκες, κάτι που έκανε αίσθηση, λόγω της αντίθεσης που προκαλείτο (βαρύς- γλυκιά). Ωστόσο όμως, ο κάμακας θα μπορούσε να πιστεύει πως τα αντίθετα έλκονται. (βλ.παρ.1)

3) Η ατάκα θα μπορούσε να λέγεται και: ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου; (βλ. παράδειγμα 2).

4) Η ατάκα θα μπορούσε να λεχθεί και χωρίς να 'χει στοιχείο καμακώματος μέσα της. (π.χ.: θα μπορούσε να εμπεριέχει θαυμασμό). Ωστόσο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως πάντα υποβόσκει ένα λανθάνον στοιχείο καμακιού. (βλ. παράδειγμα 2).

Μύρια θένκια, στον Χάνκ , αλλά και στην ironick για το συγκεκριμένο θέμα.

1)
- Ε, ψιτ, μαντάμ, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;

- Ναι, ρε, και ο πρώτος χαλβάς που έφτιαξε ήσουν εσύ.

Δες

2)
Μια νουαζέτα που κινείται σινάμενη και κουνάμενη, αποσπά την προσοχή κάποιου που θαυμάζοντας την, της φωνάζει:
- Πω πω παιδάκι μου, ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου;

Παράρτημα

Το ερωτικό όνειρο του Έλληνα ήταν μια Σουηδέζα και στα καμάκια η φράση-κλισέ που κυριαρχούσε ήταν ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, ή το «παιδί μου ατελείωτο» με το λάμδα Σπηλιωπουλαίικο. Πέρασαν κάμποσα χρόνια για να πέσουμε σε πιο minimal πράγματα όπως το περίφημο «ΦΣΦΣΦΣΦΣ;» (σαν να χύνεται κάτι και το συγκρατείς). Όλα τελικά εξελίσσονται... Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέτοντας αυτή την κατάληξη παρουσιάζουμε με τριτοκοσμικά χρώματα την εικόνα ενός κράτους, μιας εταιρίας, κλπ

Ενας υπάλληλος της εταιρείας ΛΕΒ, που τη θεωρεί ένα τεράστιο μπάχαλο, μιλά σε συνάδελφο του.
- Καλά ... μόνο άν ο ήλιος βγει απ' τη δύση θα δει προκοπή το Λεβιστάν.

(από σφυρίζων, 30/07/13)Λετσοτουριστάν: Εθνικό αυτοφαυλιστικό του Δημήτρη Ψαθά για την Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό λέτσων υπαρ-ξυστών, χίπηδων και γιεγιέδων. (από Khan, 16/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To ακορντεόν κατά τη βιβλιογραφία είναι φορητό μουσικό όργανο που αποτελείται από μία φυσούνα, η οποία καθώς ανοιγοκλείνει κινεί μεταλλικά γλωσσίδια.Αυτή στηρίζεται σε ένα μεταλλικό πλαίσιο, το οποίο από τη μία πλευρά έχει το πληκτρολόγιο και από την άλλη κουμπιά για τις έτοιμες συγχορδίες.

Από το παραπάνω μπλά μπλά κρατάμε ως ιδιότητα κλειδί, για το συγκεκριμένο ορισμό το ανοιγοκλείσιμο της φυσούνας. Τη μεταβολή δηλαδή του μήκους της φυσούνας συναρτήσει του χρόνου. Ο συγκεκριμένος ορισμός αντιστοιχίζεται με τις συχνές αυξομοιώσεις του βάρους ενός ανθρώπου. Μιλάμε για την περίπτωση, όπου κάποιος παχύσαρκος (κάποιος δηλαδή που αντί να χτίζει κοιλιακούς με την κλασσική έννοια, χτίζει κοιλιακούς με την εναλλακτική έννοια του όρου), αδυνατίζει αρκετά όσο διαρκεί μια δίαιτα η μια εκγύμναση, μετά αφήνεται στον παλιό τρόπο ζωής, όπου ξαναφουλάρει μέχρι να ξανά ξεκινήσει πάλι τη δίαιτα και μετά ……ξανά προς τη δόξα τραβά….Και το loop συνεχίζεται με πρωταγωνιστή πάντα τον άνθρωπο ακορντεόν που σαν υαλοκαθαριστήρας κινείται από τη μια κατάσταση στην άλλη και τούμπαλιν.

Το φαινόμενο γίνεται περισσότερο έντονο όσο η απόσταση μεταξύ min και max τιμής του βάρους είναι μεγαλύτερη, όσο μικρότερος είναι ο χρόνος μεταβολής του βάρους και όσο συχνότερες είναι οι μεταβολές αυτές. Ο άνθρωπος ακορντεόν προκαλεί τα γέλια σε όσους τον γνωρίζουν.

Πολλές φορές πρόκειται για κάποιον που όταν αδυνατίζει δεν το κάνει με κύριο γνώμονα τη βελτίωση της υγείας του, αλλά τη βελτίωση της εικόνας του σωματότυπου του για ευκαιριακές κατακτήσεις. Γιαυτό και όταν χάνει το ευκαιριακό κίνητρο ο Τιραμόλα βγάζει τον Πάγκαλο που κρύβεται μέσα του. Η κατάσταση μοιάζει δηλαδή με ασανσέρ, όπου στο ισόγειο μένει ο Πάγκαλος και στο ρετιρέ ο Τιραμόλα. Ετσι το άτομο περνάει από φάση ζιπαρίσματος (συμπίεσης) σε φάση ξεζιπαρίσματος (αποσυμπίεσης) και τούμπαλιν. Ο τύπος δηλαδή μοιάζει με το χοντρό και το λιγνό σε συσκευασία του ενός. Πότε έτσι πότε γιουβέτσι.

-Τον είδες το Βρασίδα, σκέτο ακορντεόν κατάντησε.
-Εννοείς πως είναι fun με το συγκεκριμένο μουσικό όργανο;
-Εννοώ, πως έχει καταντήσει ο ίδιος ακορντεόν. Δε σταθεροποιείται με τίποτα. Πότε φουσκώνει, πότε ξεφουσκώνει. Και φυσικά…..το βιολί συνεχίζεται.
-Τώρα σε τι φάση είναι;
-Μόλις πέρασε απ’ τη στάση Βενιζέλου και οδεύει προς τη στάση Πάγκαλου.
-Ωχ και έρχεται χειμώνας. Τον βλέπω να πάει και πιο πέρα απ’ τη στάση Πάγκαλου. Έχει και δυνατούς σαγωνιαίους ο άτιμος. Αλήθεια... τι μπορεί να βρίσκεται πιο πέρα απ’ τη στάση Πάγκαλου; -Αυτός, σε λίγους μήνες.

(από GATZMAN, 16/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος του Σαββατόβραδου θεωρείται για πολλούς η σημαντικότερη έξοδος από τη ρουτίνα της βδομάδας με στόχο τη διασκέδαση και τη χαλάρωση παρέα με φίλους, γνωστούς, συγγενείς, κλπ.

Ωστόσο, όταν κάποιος εντός ή ακόμα και εκτός παρέας, αντιληφθεί πως τα άτομα μιας παρέας δεν είναι δεμένα με πραγματικούς δεσμούς φιλίας και γνήσιου ενδιαφέροντος, άλλα απλά σμίγουν για να περάσουν μαζί λίγες ώρες και τίποτα παραπέρα (π.χ. συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, προσωπικές κόντρες, καμιά διάθεση ανοίγματος των προσωπικών του ενός στον άλλον, αδιαφορία για τις ανάγκες του άλλου, ανυπαρξία πνεύματος αλληλοβοήθειας, ανυπαρξία επαφής στις σημαντικές στιγμές κάποιου κλπ), τότε μπορεί να αποκαλέσει αυτό το σύνολο ατόμων ως σαββατοπαρέα.

Μια τέτοια διαπίστωση εμφανίζεται συνήθως σε περίπτωση που κάποιο μέλος της παρέας έχει ψηλά τον πήχη για τους υπόλοιπους ή για κάποιους εξ αυτών, μέχρι να έρθει συγκυριακά η στιγμή που τα συναισθήματα των άλλων δοκιμάζονται και αποδεικνύονται ανεπαρκή για τις προσδοκίες του.

Θεωρούσα πως είχα φίλους, αλλά η πράξη απέδειξε πως μια σαββατοπαρέα ήμασταν. Τίποτα παραπέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσικά και δε μιλάμε για του πουλιού το γάλα. Μιλάμε για την ανεξίτηλη σφραγίδα κάποιου κοτσιλοβομβαρδιστικού πτηνού. Κάποιου βομβιστή των αιθέρων. Κάποιου φτερωτού χεστικού. Κάποιου ελεύθερου σκοπευτή των αιθέρων. Το κοτσιλόσημο αποτελεί προσφορά του ουράνιου επισκέπτη και αποτελεί πλέον οικόσημο του αποδέκτη του.

Πάντως όπως η τύχη είναι τυφλή έτσι και αυτό χέζει στα τυφλά και εσύ έχεις ραντεβού (με την γκαντεμιά) στα τυφλά. Χέζει από ψηλά, εφαρμόζοντας την ατάκα: Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Αν τη φας τώρα στο κεφάλι, και το κοιτάξεις απορημένα, τι περιμένεις να σου πει; Λες να παραφράσει τον Καζαντζίδη και να σου πει: «Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπογράφω, σκλάβα την κεφαλή σου θα 'χω και δεν πρόκειται να μην ξαναχεστώ»;

Ρίχνει κατά ριπάς στου κασίδη το κεφάλι κι όποιον πάρει ο χάρος. Μέσω της ρίψης του κοτσιλόσημου, δηλώνει την ύπαρξη του. Παραφράζοντας τον Καρτέσιο, το πουλί είναι σα να λέει: «χέζω άρα υπάρχω». Ο ιπτάμενος κωλανδός δεν κάνει διακρίσεις, ούτε είναι δύσκολος στις επιλογές του αναφορικά με τη ρίψη του αυτοσχέδιου οικοσήμου. Ο ιπτάμενος φίλος χαλαρώνει και αρχίζει να υπογράφει αυτόγραφα στο κεφάλι, στο μηχανάκι (οϊμέ), στο αυτοκίνητο, στο παγκάκι, οπουδήποτε. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν ανηλεώς χωρίς τελεσίγραφα και διαμεσολαβητές.

Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά αποκαλούνται επίσης και spitfire (εκ των βρετανικών καταδιωκτικών αεροσκαφών που έδρασαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο). Επειδή πολλές φορές ο αποστολέας του κοτσιλόσημου δε διακρίνεται κατά τη ρίψη της κοτσιλοβομβίδας, αποκαλείται ως: στελθ (αόρατος, εκ της τεχνολογίας των μη ορατών πολεμικών αεροσκαφών).

Ο ιπτάμενος φίλος δε χρειάζεται να εμπνευστεί για να δημιουργήσει ούτε τα αυτοσχέδια κονσέρτα του, που τα δίνει σε καλλιτεχνικές γωνιές, στις φυλλωσιές των δέντρων, αλλά ούτε και τα κοτσιλόσημά του που τα μοιράζει απλόχερα. Δημιουργία το να υπογράφει αυτόγραφα του κώλου; Βεβαίως. Μια μορφή δημιουργίας είναι.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοτσιλόσημου, κατά ISO 9001 καθορίζονται από: το μέγεθος της κωλοτρυπίδας του πτηνού, την πυκνότητά του, την οσμή του, την κατάσταση της υγείας του (μπορεί να 'ναι γριπιασμένο), το σχήμα του, την ώρα παραγωγής του (άλλο πράγμα είναι να 'ναι φρεσκότατο, άρτι αφιχθέν από το φούρνο του, κι άλλο είναι να είναι ξερό και ληγμένο), το ύψος πτήσης, τους ανέμους που πνέουν στην περιοχή.

Το κοτσιλόσημο λειτουργεί ως ρουτινοσπάστης, γιατί ανατρέπει τη στάσιμη ροή των πραγμάτων. Πας για παράδειγμα να αράξεις το αμάξι σου, που το έχεις πλύνει πριν λίγο, κάτω από ένα δέντρο και το πρωί δε βρίσκεις αμάξι. Βόθρο βρίσκεις. Η κοτσιλιά έχει οξύ που οξειδώνει την επιφάνεια και αφήνει στάμπα και μετά πρέπει να βάψεις τον ουρανό, εξαιτίας της φωνής απ' τον ουρανό.

Άλλες φορές πάλι η φάση λειτουργεί ως υποστηρικτικό εργαλείο στο νόμο του Μέρφυ, κάνοντας μια κακή μέρα χειρότερη.

Άλλες φορές πάλι λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας, όταν η τύχη μάς ευνοεί ατέλειωτα. Για παράδειγμα, πάμε και θαυμάζουμε ένα ωραίο τοπίο μαζί με το ταίρι μας, βλέπουμε τον ήλιο να βουτάει στο πέλαγο την ώρα του δειλινού θαυμάζοντας τα μοναδικά χρώματα της πλάσης, κι εκεί που ετοιμαζόμαστε για ζαχαρώματα, έρχεται το κοτσιλοβομβαρδιστικό και πετάει την πινελιά στον πίνακα. Και, ω του θαύματος, αυτή η μικρή πινελιά έρχεται να επιτελέσει ραγδαία αλλαγή στο σκηνικό. Ενώ πριν 1 δευτερόλεπτο είχαμε εικόνες παραδείσου, σε 1 sec, έχουμε σκηνές από την εκδίωξη των πρωτοπλάστων απ' τον παράδεισο, διά της ακούσιας παρεμβάσεως ενός τσιτσιφρίγκου.

Άλλο σκηνικό: Σκέπτεσαι να πας με το νέο αμόρε σου για ένα τρυφερό τετ α τετ, σε ένα υπαίθριο εστιατόριο και να κάτσεις σε ένα κατάμεστο εστιατόριο κάτω από το μοναδικό τραπεζάκι που βρίσκεται κάτω από ένα δέντρο, με πυκνές φυλλωσιές και παχιά σκιά. Και θεωρείς πως οι άλλοι είναι ηλίθιοι που δεν το προτίμησαν. Και ενώ αυτοσυγχαίρεις τον εαυτό σου, σε λίγο αρχίζει να βρέχει μέσα από το sky firewall (τείχος προστασίας από τον ουρανό), όταν ένα σμήνος πουλιών με ελάχιστη διαφορά φάσης το ένα από το άλλο αρχίζουν να βομβαρδίζουν κατά ριπάς το τραπέζι σου όπως οι Αμερικάνοι τη Σερβία. Και βομβαρδίζουν ανεξαιρέτως: κεφάλια, φαγητά, το φως των κεριών, το καινούριο μοντελάκι που αγόρασες από το Κολωνάκι για να κάνεις εντύπωση. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν τα πάντα. Κι εσύ σηκώνεις τη χαρτοπετσέτα ως λευκή σημαία. Αλλά αυτά δεν ξέρουν από διεθνείς συνθήκες. Σε κλάσματα δευτερολέπτου απομυθοποιούνται τα πάντα. Και ρομαντικά σκηνικά και μοντελάκια. Τα πάντα. Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά παίζουν με live σενάριο, χωρίς πρόβες και δοκιμές, χωρίς μοντάζ, χωρίς κομμένα πλάνα και σου φτιάχνουν μια ταινία που θα τη ζήλευε κι ο καλύτερος σκηνοθέτης.

Κάποιοι μαζόχες πάλι γουστάρουν να βασανίζονται και κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους γκαντέμη επειδή δεν πέρασαν το βάπτισμα του κοτσιλοχεστικού πυρός.

Κάποιοι άλλοι πάλι λένε: Γούρι... γούρι, και πάνε να παίξουν προπά και λόττο. (Τι κακό κι αυτό να θεωρεί κάποιος κάτι κακό σα γούρι).

Λένε πάλι κάποιοι: αν δεις σκατά στον ύπνο σου, λεφτά θα πάρεις. Το θέμα είναι τι γίνεται αν φας κουτσουλιά στον ξύπνιο σου;

Κάποιοι λένε πάλι, με κοτσίλισε πουλί, ε... σημάδι ήταν πως σήμερα το βράδυ το πουλί μας θα εκπυρσοκροτήσει.

Πολλοί επίσης αντί να κοιτούν την ουσία, το προσεγγίζουν το θέμα φιλολογικά, λέγοντας πως η λέξη κοτσιλιά φανερώνει εκλεπτυσμένη δημιουργία, ενώ η λέξη κουτσουλιά βλαχιά.

-Που λες περνούσα ατάρχα και δεν είχα προσέξει ότι στα σύρματα της ΔΕΗ, την είχε αράξει ένα εκτελεστικό απόσπασμα από περιστέρια. Πριν προλάβω να κάνω κίχ άρχισε τις βολές κατά ρυπάς και μ΄έκανε αγνώριστο.
-Σε βλέπω δόλιε.Το κοστούμι σου έγινε πουά απ' τα κοτσιλόσημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την προέλευση (στρατά) αλλά και τη σημασία του όρου που αποδίδει ο φίλτατος Πάτσης εδώ, παίζει και η εξής σημασία.

Όπως και στην παραπάνω περίπτωση, ετοιμάζομαι να την κάνω. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση δε θα την κάνω από ένα πόστο ή από κάποια δουλειά, αλλά μού 'χουν πάρει τις πινακίδες από καιρό και περιμένω το δώδεκα νταν για να φύγω για πάνω.

Μπορεί να 'χω καταβληθεί από τα γηρατειά και να 'χω σώμα σίγμα γαλλικό, μπορεί όμως να πάσχω από χρόνια ή ανίατη αρρώστια.

Έτσι μπορεί το χρώμα μου να έχει αρχίσει να προσεγγίζει το εκρού του νεκρού, η ανάσα μου να 'ναι κομμένη, το σώμα μου να σέρνεται και η ψυχή μου να 'ναι έτοιμη για τιγκανά. Το σίγουρο είναι πως είμαι στο παρά πέντε για να ντυθώ λείψανο.

Το μάζεμα των αυτόγραφων στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει να κάνει με τη λύση της σύμβασης από τον κόσμο των ζωντανών. Άρα μαζεύω... και καλά υπογραφές, ώστε να αποδεσμευτώ και να τιγκανά για ουράνιες μονάδες μεριά.

βλ. και λήμμα κουβαλάει του χάρου νερό.

  1. - Τι κάνει ο κυρ Γιώργης; Έχω μήνες να τον δω. Είναι βαριά άρρωστος απ' ότι θυμάμαι.
    - Άστα...Μαζεύει υπογραφές. Όπου να 'ναι απογειώνεται.

  2. - Πότε ρε εσύ θα αρχίσει να μαζεύει υπογραφές ο εθνικός γκαντέμης; - Άστα, αν δε γίνει η Ντόρα πρωθυπουργός, δεν ξεκουβαλάει με τίποτα ο Χαϊλάντερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλούμε έτσι:

  • κάποιον που οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα, είτε επειδή χάνει (κάνει τις... μαλακίες), είτε επειδή είναι τίγκα στις ανασφάλειες (π.χ.: σύμπλεγμα κατωτερότητας), μ' αποτέλεσμα να τον έχουν του χεριού τους, να τον εκμεταλλεύονται να τον πιάνουν κότσο, κορόιδο, να του δίνουν τα χειρότερα, τα δυσκολότερα, να μην υπολογίζουν την παρουσία του, να τον ανέχονται, να τον γειώνουν, να τον θεωρούν μπαλαντέρ για κάθε δύσκολη και ανεπιθύμητη κατάσταση (βλ. παρ. 1).
  • κάποιον που αυτός θεωρεί πως οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα μ’ αποτέλεσμα να τον αδικούν και να τον πιάνουν κορόιδο. Πράγμα που ωστόσο θα μπορούσε να μην υφίσταται (βλ. παρ. 2).
  • ο εξυπνάκιας που, νομίζοντας πως είναι πιο ξύπνιος απ' τους άλλους, δεν δείχνει τη στοιχειώδη σύνεση και την πατάει (βλ. παρ. 3).
  • μια κοινωνική ομάδα (με τη στενή ή την ευρεία έννοια του όρου), που τα μέλη της θεωρούν πως είναι εξαπατημένα από άλλες κοινωνικές ομάδες, κάτι που μπορεί να συμβαίνει κιόλας (π.χ.: ένα κράτος που το θεωρούν τόσο οι πολίτες του, όσο και οι αλλοεθνείς ως κράτος gtpπροδιαγραφών, ώστε να τρώει απ' τα προηγμένα κράτη, την κοροϊδία και την εκμετάλλευση της αρκούδας, π.χ: εργαζόμενοι σε μια εταιρεία που παίρνουν μισθούς πείνας, βγάζουν τη... δουλεία, ξεσκίζονται σε απλήρωτες υπερωρίες, κ.λπ.). Βλ. παρ. 4.
  1. Να γίνεις λίγο πιο αρχίδι από δαύτους και να κερδίσεις τον διαγωνισμό γκαρίσματος, γιατί αλλιώς για άλλη μια φορά θα είσαι ο μαλάκας της παρέας που θα πρέπει να βάλει νερό στο κρασί του και να υποχωρήσει.
    Δες

  2. Αν δεν μιλούσα, αισθανόμουν ο μαλάκας της παρέας. Αν μιλούσα όμως, φανταζόμουν τους πάντες να αναρωτιούνται πότε θα σταματήσω, για να συνεχίσει η συζήτηση κανονικά.
    Δες

  3. Από τη μια ο μαλάκας της παρέας, που νομίζει ότι είναι μαγκιά να πάει στο σπίτι με τον κύκνο στη μασχάλη, αδιαφορώντας αν αυτό που κάνει θα του κόψει το κυνήγι για πάντα. Δες

  4. Είναι ο μαλάκας της παρέας που όλοι τον κοροϊδεύουν και τον έχουν τρελάνει στο φατούρο. Ο λόγος για το Ελληνικό κράτος.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια έκφραση βγαλμένη από τη στρατιωτική ζωή.
Συνηθίζεται από παλιούς φαντάρους που μετρούν λίγες μέρες για να απολυθούν.
Εφαρμογή: Ο παλιός, κυκλοφορώντας στο στρατόπεδο, χύμα σε κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης, και βλέποντας νέους γυαλισμένους, κομβιωμένους, ξυρισμένους, πετάει τη συγκεκριμένη ατάκα.
Συνέπειες: O παλιός καβλώνει στο άκουσμά της, ενώ παράλληλα η εκφορά της αφήνει έκθαμβους τους νέους, που λες και αντικρίζουν ποιος ξέρει τι; Η ατάκα αυτή ψαρώνει και λυπεί τους νέους αφού εκείνοι έχουν κάτι καντάρια μέρες για να απολυθούν.
Έτσι ο παλιός συνειδητοποιεί καλύτερα ότι σε λίγο τερματίζει τη στρατιωτική ζωή.
Διαχρονικότητα: Η ατάκα είχε μεγαλύτερο νόημα παλιότερα, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά επειδή όλα στο μυαλό παίζονται ακόμα και τώρα, η διάρκεια της θητείας, σε αρκετούς φαντάζει αιώνας. Οπότε η ατάκα έχει διαχρονική αξία.

O πάλιουρας που μετρά δέκα μέρες για να απολυθεί, περπατά αργά αργά στο στρατόπεδο σε κατάσταση διάλυσης. Δεν φοράει τζόκεϊ, έχει ξεκούμπωτο χιτώνιο, το οποίο είναι πενταβρώμικο, φοράει σαγιονάρες και έχει μια έντονη δόση βαρεμάρας σε όλες τις αντιδράσεις του. Στο διάβα του συναντά ένα κοπάδι νέους που η αμφίεση τους είναι απολύτως σύμφωνη με τις προδιαγραφές. Ο παλιός βλέπει τον πιο ψαρωμένο και του πετάει, έχοντας ειρωνεία στο βλέμμα: «Περπατώ και διαλύομαι. Λες να απολύομαι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified