Χλαπάτσα λέγεται αλλιώς και η ροχάλα, δηλαδή το πράσινο κολλώδες και σιχαμερό αποτέλεσμα φτυσίματος μύξας.

Χλαπάτσα είναι επίσης και ένα παιχνίδι που θυμάμαι από την νιότη μου. Ήταν ένα πράσινο κολλώδες λάστιχο σε διάφορα ευφάνταστα σχήματα (μέχρι και σε σχήμα πούτσας βρήκα!) που το εκτόξευες στον τοίχο και κόλλαγε.

Χλαπάτσας, on the other hand, είναι ο άνθρωπος που σου προκαλεί αποστροφή, όπως ακριβώς προκαλεί αποστροφή και η κανονική χλαπάτσα. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι και ο ρόλος του Τρύφωνα Σπιουνέα, ή αλλιώς «Χλαπάτσα», που ερμήνευσε ο Δημήτρης Φραγκιόγλου στην τηλεοπτική σειρά του ΑΝΤ-1 «Της Ελλάδος τα Παιδιά» τις σεζόν 1993-1995.

Χλαπάτσα, λοιπόν, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έναν τυπάκο, ύπουλο, που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, που πάντα μας υπονομεύει και ταυτόχρονα μας το παίζει φίλος. Ή μπορεί να μην ισχύει και τίποτα από αυτά, απλά εμείς τον χαρακτηρίζουμε χλαπάτσα, γιατί δεν μας αρέσει η φάτσα του.

- Έλα Μάνο, το βράδυ είπαμε να πάμε με τα παιδιά για μπύρες. Ψήνεσαι;
- Ποιά παιδιά;
- Ο Χρήστος, ο Μερκούρης, ο Γιάννης και ο Τρύφωνας
- Και ο Τρύφωνας; Τι τον κάλεσες ρε μαλάκα τον χλαπάτσα; Για να μας πρήξει τ' αρχίδια;

Χλαπάτσας (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «σουρώνω» στα Υδραίικα.

- Αυτό το καβλιτσέκι στην καφετιέρα τη ρόλο βαράει;
- Έλα μωρε καρδούλιζα, το μπατάς και ο καφές καλουμάρεται, νιονιό θέλει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαφώς βαρύτερο μπινελίκι από το απλό «τράβα και γαμήσου», καθώς ενώ στο «τράβα και γαμήσου» υπονοούμε ότι ο συνομιλητής τον παίρνει, προσθέτοντας και το «...και φέρε μας και τις εισπράξεις», εννοούμε ότι το έχει κάνει επάγγελμα.

- Πιο ψηλά τη σέντρα ρε μαλάκα άμπαλε, πώς θες να πιάσω κεφαλιά έτσι γαμώ το φελέκι μου;
- Ρε τράβα και γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις. Πόδια δεν είχες να σουτάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός ποδοσφαιριστής του Εργοτέλη που έχει βγάλει μάτια φέτος ιδιαίτερα λόγω της καταπληκτικής του ταχύτητας. Το όνομά του έχει γίνει φέτος για τους ποδοσφαιρόφιλους συνώνυμο της ταχύτητας.

  1. - Ρε συ χάσαμε το πούλμαν, πριν λίγα δευτερόλεπτα έφυγε, ρε πούστη.
    - Τρέχα μπας και το προλάβουμε!
    - Σιγά ρε ποιος είσαι; Ο Μπολτ ή ο Κουτσιανικούλης;

  2. (Από το σήριαλ «Ευτυχισμένοι μαζί»):
    Μήτσος: - Έχω καλύτερη ιδέα ρε!
    Μάρκος: - Λέγε...
    Μήτσος: - Αντί να κυνηγάμε το κουνέλι, μπορείς να αγοράσεις άλλο, και να πεις της Εύας ότι το έπιασες. Καλή ιδέα ε;
    Μάρκος: - Ναι ρε συ. Καλή ιδέα. Γιατί, εδώ που τα λέμε, αυτό που αγόρασα πριν δεν είναι κουνέλι. Είναι ο Κουτσιανικούλης.

(από rigo21, 13/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποδώ - αποκεί στα κατσικοχώρια.

-Αποδώθενες είν' η αδερφή μ' η Σύρμω κι αποκείθενες η μπατζανακ'ς μου η Λάμπρους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Εβραίοι, οι μεγάλοι νταβατζήδες της Μέσης Ανατολής και όλου του πλανήτη.

- Άκου ρε Μήτσο, τι είπε στις ειδήσεις, 2000 άμαχοι παλαιστίνιοι έπεσαν νεκροί μετά από βομβαρδισμούς Ισραηλινών.
- Γαμώ τον Δαβίδ τους, με τους κωλοσταυρόχριστους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντρή γυναίκα, η μπομπιστάμνα, η πατσόλα και δεν συμμαζεύεται.

Η ρίζα και η καταγωγή της λέξης άγνωστη, όποιος γνωρίζει να σχολιάσει.

-Καλά πόσα κιλά είναι αυτή η μποχλάδω η Σούλα;
-Ξέρω γω; Δε χωράει να περάσει απο την πόρτα ο ιπποπόταμος.

(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στιχάκι που υποδηλώνει πόσο έχει εξευτελιστεί το γούστο τον σημερινών κορασίδων, που αντίς για τους αρρενωπούς παλίκαρους σαν και το γράφοντα, προτιμούν τους θηλυπρεπείς τζιτζιφιόγκους που φέρουν την ξενόφερτη επωνυμία trendy.

- Καλά τι στο μπούτσο; Ποιος είναι αυτός ο μπάμιας με τις ανταύγειες που χουφτώνει τη Λίλιαν;
- Άσε ρε φίλε, δεν το ξέρεις; Τον άντρα παλιά τον ήθελαν λεβέντη. Τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι.

Βλ. και βλαχοτρέντι, τρέντυς, τρέντι, τρέντουλo

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πανηλίθιος μάγειρας.

- Το γάμησες το στοκ ρε μαλάκα, πόσο μπελτέκας παίζει να είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ανθρώπους που στο παρελθόν ήταν πάντα υπό και ξαφνικά, εξαιτίας κάποιων αξιωμάτων ή χρημάτων που απέκτησαν κατά τύχη, βγάζουν όλο τους το κόμπλεξ και το παίζουν κάποιοι.

- Τον είδες τον Γιαννάκη; Τόσο καιρό ήταν το παιδί της φάπας και τώρα ξαφνικά που μου 'γινε και δημοτικός σύμβουλος, δεν καταδέχεται ούτε να μας μιλήσει.
- Έτσι. Ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified