Άλλος τρόπος για να πεις ότι «είμαι τζαμπατζής και προτιμώ να κλέβω ίντερνετ από το γείτονα παρά να δίνω 17 ευρώ το μήνα». Και ίσως, για όποιον θίχτηκε, «που να τρέχω να κάνω συνδέσεις μωρέ, καλό είναι και το γειτόνεξ». Η σύνδεση γειτόνεξ είναι η τεχνολογική εξέλιξη της τράκας, του τζαμπέισον και του δαιμόνιου οικονομικού μυαλού.

Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας γείτονας που επιλέγει το ασύρματο ρούτερ γιατί είναι πιο μούρικο και γιατί υπάρχει προοπτική αγοράς μιας συσκευής που μπαίνει ασύρματα στο ιντερνέτ. Από εκεί και πέρα μπορείτε να συνδεθείτε είτε αυτόματα χωρίς να κάνετε τίποτα, είτε με τον κωδικό «1234567890123», είτε με την ημερομηνία γέννησης του γείτονα αν τα πράγματα δυσκολέψουν και έχετε δίπλα άτομο στο οποίο θέλετε να περάσετε την εικόνα του χακερά.

Από τις λέξεις «γείτονας» συν «κόννεξ» μείον τον οτεγιάννη συν τα ψαχτήρια του 11888 (η παρένθεση για την πράξη ανοίγει ακριβώς μετά το μείον και κλείνει ακριβώς μετά το τρίτο 8άρι για να βγουν καλά τα πρόσημα).

- Τί σύνδεση έχεις ρε φιλαράκι και αργεί τόσο το εργαλείο ναούμ';
- Γειτόνεξ ρε τζάμπα αλλά αργό, δεν τα έχουμε κι όλα δικά μας, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ!
- Τί σαπούνια και κοντίσιονερ ρε;
- Δεν το κατάλαβες; Αφού δεν έλεγε αυτοαναφορικά ρε γαμώτο...
- Σε βάρεσε η ακτινοβολία κατακέφαλα μου φαίνεται.

(από nick, 20/05/09)(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γείτονετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).

Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.

Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.

Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.

(Δύο φίλοι συζητούν)

Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;

(από Βασίλης-7, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από την τιμημένη εποχή που τα σημερινά σιντί ήταν μαύρα, πιο μεγάλα, φτιάχνονταν από βινύλιο και, αν έχεις το Θεό σου, δεν μπορούσες να τα κάνεις mp3 στο πισί γιατί, αν έχεις ακόμη το Θεό σου, δεν υπήρχαν πισί! Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να τα τοποθετήσεις σε ένα «μηχάνημα» και να ακουμπήσεις πάνω τους μια βελόνα, η πρωταγωνίστρια του λήμματος, ώστε να αρχίσει να ακούγεται ανάμεσα από τα ενοχλητικά «σπασίματα» και κάποιας υποτυπώδους μορφής μουσική. Είτε το μηχάνημα λεγόταν γραμμόφωνο, είτε «πικ-άπ» (οι κεκαλάδες το ξέρουν μόνο όπως το λέγανε στο χωριό τους: τερντέιμπλ) το αποτέλεσμα ήταν διασκέδαση στο φουλ και ανοιχτά στόματα μιας και δεν πίστευαν ότι αυτό το θαύμα έπαιζε μουσική από το μηδέν και χωρίς να χρειάζεται τύπους με πεντοχίλιαρα στο κούτελο, μπροστά τους!

Αλλά, φυσικά, κάτι πήγαινε στραβά. Συνήθως η βελόνα που ακουμπούσε στο δίσκο και μετέτρεπε αυτά που ήταν γραμμένα σε ταλαντώσεις οι οποίες θα παρήγαγαν ήχο (και με κάποιες άλλες διεργασίες που μάλλον δεν θα καταλάβετε) κολλούσε σε συγκεκριμένα σημεία με αποτέλεσμα η μελωδική φωνή του/της αοιδού να επαναλαμβάνεται σε στυλ: Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες (χρουτσουμπλουτζουμπλού) -βιόλες, -βιόλες, -βιόλες κτλ.

Ωσεκτουτού, από τότε χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε επαναλαμβάνει ό, τι κι αν λέει σε βαθμό ενοχλητικό. Η έκφραση ανήκει στην ιστορική αλλά αναντικατάστατη σλανγκ. Δεν έχει νόημα να πεις π.χ. Χάλασε το ματάκι που διαβάζει το σιντι εκτός κι αν το λες στον τεχνικό που θα στο φτιάξει.

- Άσε Μάκη, άσχημα νέα. Έμαθα ότι είσαι σχεδόν τάρανδος. Μόνο το κομμάτι κάτω από τα κέρατα σου λείπει.
- Για κάτσε ρε Λάκη, τι εννοείς;
- Εννοώ ότι το Λιτσάκι κάθε μέρα πάει μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον...
- Ε, κάτσε ρε! Τι έπαθες, κόλλησε η βελόνα;
- Όχι ρε καημένε Ρούντολφ! Απλά με τόσους πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθολογικό-υπερφυσικό ον που υπάρχει ανέκαθεν. Κατέχει την απόλυτη γνώση σε οποιονδήποτε τομέα και δίνει απλόχερα τα φώτα του σε όποιον τα χρειαστεί και τον επικαλεστεί. Κάνει όλες τις δουλειές που υπάρχουν, έχει πάει παντού, έχει άκρες επίσης παντού, έχει ζήσει τα πάντα (και τα κοάλα) και γνωρίζει προσωπικά όλους τους ανθρώπους στον κόσμο. Κανείς δεν τον έχει δει, παρόλα αυτά δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει γιατί πάνω σε αυτόν στηρίζονται τα θεμέλια του κόσμου όλου. Μαλάκες που το παίζουν κοινωνικοί ότι και καλά έχουν πολλούς γνωστούς, τύποι που ξεμένουν από επιχειρήματα και τύποι που δεν έχουν επιχειρήματα, που στην Ελλάδα είναι το 98,3% του πληθυσμού, του έχουν τυφλή εμπιστοσύνη και, αφού πιστεύουν ότι υπάρχει, υπάρχει.

Είναι χαζό φυσικά να σκεφτεί κανείς ότι έχει ρίζες από την Μεγαλόνησο όπως είναι εξίσου χαζό να σκεφτεί ότι είναι διαφορετικά άτομα. Η αλήθεια είναι ότι στατιστικά αποδεικνύεται πως τον έχουμε επικαλεστεί όλοι (ναι, ναι κι εσύ!), αλλά οι σοφοί πάντα αναγνωρίζουν τα λάθη τους. Τέλος να πούμε ότι αντικαθιστά το πέρα για πέρα ποζεράτο «ένας φίλος, ενός φίλου, ενός φίλου μου».

- Πώς πάει ρε Τάκη; Πώς πέρασες προχτές;
- Μια χαρά μωρέ.
- Εγώ που λες, ξεκίνησα από ταβερνούλα, έχω γνωστό γνωστού που είναι μάγειρας και έκανε καλό φαΐ. Μετά καφεδάκι χαλαρά, έχω γνωστό γνωστού μπάρμαν και μας τα κέρασε. Μετά χαλαρό ποτάκι, έχω γνωστό γνωστού σερβιτόρο και μας έκανε καλή τιμή. Τελικά καταλήξαμε κλαμπάκι, έχω γνωστό γνωστού πορτιέρη και μας βόλεψε.
- Δε μου λες, τον Σάκη τον Δημητρίου τον ξέρεις; Γνωστός μου είναι.
- Ε πως δεν τον ξέρω ρε, κι εμένα γνωστός μου είναι.
- Ε τότε εγώ έχω γνωστό γνωστού μαλάκα και μου ζαλίζει τα αυτά.

Ο Γνωστός Γνωστού κατά τον Γαΐτη (από Jonas, 21/04/09)Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πιο εξωτικά μέρη: (από ThomasTheBarbarian, 18/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-έκφραση πασπαρτού που με μιας διαγράφει ό,τι κακό έχουμε προηγουμένως πει είτε είναι μειωτικό για κάποιον άλλο, που τις περισσότερες φορές είναι, είτε ασεβές και δεν αρμόζει στην αγωγή αυτού που το λέει. Η χρήση της έκφρασης αποδεικνύει περίτρανα πως ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στις τεχνικές της στρουθοκαμήλου. Βέβαια, η λέξη τείνει να γίνει λεκτικό πάσο για να ξεστομίζει κανείς ό,τι μαλακία του έρθει στο κεφάλι και μετά να βγαίνει λάδι ζητώντας συγχώρεση. Λογικό είναι μετά ο σοφός εκείνος άνδρας να εμπνευστεί το «Από τότε που βρέθηκε η συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο».

Συνήθως ακούγεται από τύποις θεούσες που παραγγέλνουν με χωρίς γάλα τον καφέ σε περίοδο νηστείας δυνατά για να τις ακούσουν όλοι, από κουτσομπόλες που κρατούν τεφτέρι με το τι-και-πώς της γειτονιάς, του τετραγώνου, του δήμου κτλ, από τύπους με χαλαρό ηθικό υπόβαθρο σαν αντίδοτο στις τύψεις και από άλλους γκραν γαμάω τύπους που έχουν ψιλομπερδέψει την έννοια της συγχώρεσης με αυτή της «κάνω την παπαριά μου και μόνο ο Θεός είναι κριτής μου». Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για το αντίθετο φύλο, αλλάξτε απλά τις καταλήξεις.

(Δύο θύαινες συζητούν αμέσως μετά την περιφορά του Επιταφίου)

- Αχ Κούλα, τι αγαλλίαση κι αυτή.
- Ναι βρε Τούλα, ο καημένος ο Χριστούλης πήρε τις αμαρτίες μας.
- Ναι, ναι. Κι εμείς οι αχάριστοι τίποτα δεν δίνουμε πίσω. Οι τελευταίοι των τελευταίων είμαστε.
- Ά, να γεια σου. Σαν την Μαριγώ την παστρικιά! Με καλσόν δίχτυ ήρθε η άτιμη.
- Αμ η Βαγγελιώ του χασάπη; Για εκκλησία ήρθες μαρή για για βίζιτα, θεμουσχώραμε. Η φούστα εσώρουχο ήταν θαρρώ!
- Άσε άσε, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει...
- Που να έβγαζα καταρράχτη και Αϊζενάουερ μια ώρα αρχύτερα να γλίτωνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημάδι που αφήνει στο πόδι η πολύ σφιχτή κάλτσα. Λέγεται έτσι λόγω της μορφολογίας του καλτσολάστιχου που μετατρέπει το κρέας στην περιοχή πάνω από την πατούσα σε κάτι που παρομοιάζεται με ράγες τρένου. Αν και ο κανονικός σιδηρόδρομος ενώνει, ο άλλος διαχωρίζει το πέλμα με το υπόλοιπο σώμα μιας και δεν επιτρέπει στο αίμα να περάσει. Άμεσο επακόλουθο η αλλαγή χρώματος του πέλματος σε άσπρο, γκρι ή εκρού του νεκρού. Μετά δε από πολύχρονη χρήση, επέρχεται σάπισμα των δαχτύλων, φλύκταινες, αλτσχάιμερ και αυχενικό.

Η λύση για αυτό το ντεγκαβλέ σημάδι είναι να πέσει βόμβα στα εργοστάσια παραγωγής άσπρων καλτσών-πετσετέ γιατί οι καταναλωτές των συγκεκριμένων για κάποιο λόγο συνεχίζουν να τις προτιμούν, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να τους προστατέψει. Επίσης και εκείνα τα κοντά καλτσάκια που αφήνουν τον κρύο αέρα να περνάει μέσα στο παντελόνι και να κάνει τις τρίχες να σηκώνονται.

- Και πάμε Σούλα μου στην Μπαρμπαρέλα και να φωσφορίζει η άσπρη η κάλτσα η πετσετέ του Μάκη. Μαλλιά κουβάρια γίναμε. «Καλά ρε...», του λέω, «δεν ντρέπεσαι να φοράς ακόμη τέτοιες; Κι άντε δε ντρέπεσαι, τους σιδηρόδρομους δεν τους φοβάσαι; Σε λίγο καιρό θα σου κόψουν το πόδι και θα περπατάς σαν τον καλόγερο τον Ρώσο, τον τέτοιονα μωρέ».
- Και τι σε είπε;
- «Ποιον λες; Τον Ρα-Ρα-Ράσπουτιν;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και η λέξη ο μουναχοφάης είναι αυτός που θέλει όλες τις θηλυκές αιθέριες υπάρξεις και τα αθώα πλάσματα να βασανίζονται για την πάρτη του μόνο (γράφω με συνοδεία ΛΕΠΑ από το ηχοσύστημα του γείτονα γι' αυτό τα παραπάνω). Συνήθως είναι πάρα πολύ κοινωνικός και βρίσκεται συνεχώς με γυναίκες αλλά χωρίς να είναι πισωγλέντης. Ο ίδιος τρώει καλά αλλά όχι πάντα. Κι αυτό γιατί οι φίλοι του, ακόμη κι άθελά τους, του στέλνουν αρνητική ενέργεια.

Είναι φυσιολογικό, από τη μία πλευρά, οι φίλοι του να περιμένουν από αυτόν μιας και έχει τα κονέ να τους κάνει κατάσταση, να τους γνωρίσει καμία τύπισσα κουτουλού. Αλλά αυτός θέλει όλα τα μουνιά δικά του, όπως σημείωσε ο ΛΕΠΑ πιο πάνω! Έτσι είναι πολύ γελασμένος ο φίλος του μουναχοφάη που περιμένει δίπλα του την ώρα που μιλάει σε παρέα από γκόμενες, έχοντας στη φάτσα του ένα μόνιμο ηλίθιο χαμόγελο που φωνάζει «είμαι κι εγώ εδώ» μπας και κάνει τα ιντροντάξιονς. Το μόνο που παίζει να γίνει είναι να τον δείξει με τον δείκτη του την ώρα που θα λέει «Με ένα φίλο μου ήρθα». Η μόνη γυναίκα που ίσως του γνωρίσει θα είναι ή μπάζο ή μπάζο ή και τα δύο μαζί. Λογικό είναι μετά οι φίλοι του να γράφουν στα αρχίδια τους τον Θέμη Γεωργαντά και τις μαλακίες που λέει.

Μ' αυτά και μ' αυτά καταλήξαμε πάλι σε θεμελιώδεις νόμους της ανθρωπότητας σμιλευμένους από την εκατονταετή πείρα της γιαγιάς μου: ό, τι θέλετε να γίνει σωστά να το κάνετε μόνοι σας χωρίς να περιμένετε από άλλους και να τρώτε όλο το φαΐ σας.

- Άσε Μάκη, χτες ήθελα να τον πνίξω τον Σάκη.
- Γιατί ρε Τάκη;
- Ε τι γιατί; Ένα τέταρτο μιλούσε με κάτι γνωστές του και ούτε με σύστησε. Αλλά του έδειξα εγώ, πήγα από το σπίτι της γκόμενάς του και σούξου μούξου πηδηχτήκαμε.
- Τί να σου πω τώρα... Την Νάντια ρε; Ντρέπομαι για λογαριασμό σου ρε άθλιε.
- Όχι φίλε, να πάθει για να μάθει ο μουναχοφάης που τις θέλει όλες.
- Καλά έχω χάσει πάσα ιδέα για σένα... Σώπα ρε, τόσο εύκολη είναι η Νάντια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορική έκφραση σλάνγκων για τον χαρακτηρισμό λήμματος που δεν είναι σλανγκ, δεν λέει, δεν χρησιμοποιείται και είναι μαλακία ρε αδερφέ μου, λογαριασμό θα σου δώσουμε, μπααα... (το τελευταίο για τους πιο θερμοκέφαλους).

Η αρχή έχει γίνει με την φοβερή και τρομερή συζήτηση σχετικά με το τι θεωρείται καταχωρίσιμο για την οποία έχουν γραφτεί έπη, λυρικά τραγούδια, έχει γίνει ταινία και τίποτα άλλο.

Η συνέχεια ήρθε με το σλανγκόμετρο του χρήστη Vrastaman που όποτε χρειάστηκε να παρέμβει για την στηλίτευση μη-σλανγκικών τερατουργημάτων υπήρξε καίριο και ακριβοδίκαιο.

Η συνέχεια γνωστή μιας και το αίσθημα της σλανγκ έχει πλέον μπει στο πετσί του κάθε χρήστη και τα κρούσματα αναρτήσεων μη-σλανγκ έχουν μειωθεί δραματικά (χωρίς το σλανγκόμετρο να έχει χάσει τη δουλειά του φυσικά, απλά δουλεύει με μειωμένο ωράριο και χαμηλότερο μισθό καθαρίζοντας σκάλες για να μπορεί το κεφάλαιο να επωφελείται).

Η έκφραση εκφέρεται αντί χριστοπαναγιδίων, αγανάκτησης, παραπόνων, χοντρής ειρωνείας στα όρια σαρκασμού και σιχτιρίσματος. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ζαμπουνιά αλλά ειλικρινής και ευγενής σλανγκάμιλλα απαλλαγμένη από κάθε είδους δηθενιά. Συνήθως τα λήμματα που απέχουν παρασλάνγκας είναι τα χαζά λογοπαίγνια χωρίς σημασία, οι εκφράσεις που λέγονται εδώ και μύρια χρόνια και έχουν καταγραφεί επίσημα και ό,τι άλλο αποφασίσει η δεκαπενταμελής επιτροπή που συσκέπτεται έντονα σε τέτοιες περιπτώσεις.

- Και δε μου λες ρε chomsky37, είναι σλανγκ το «Ντρούλης»; Το λήμμα σου απέχει παρασλάνγκας.
- Γιατί ρε φιλαράκο, σε χάλασε;
- Όχι ρε δικέ μου αλλά από που βγαίνει για να 'χουμε καλό ρώτημα;
- Αν είσαι τόσο στόκος που δεν καταλαβαίνεις τι να σε πω... Από το Χοντρούλης ρε.
- Και ποιος το λέει αυτό;
- Τί ποιος; Μόνο προχτές είδα 20 άτομα να το λένε ίσαμε 5 φορές σε ένα τρίλεπτο.
- Μήπως ήταν Τσικνοπέμπτη και αυτοί που το έλεγαν ήταν πιτσιρίκια που άκουγαν συγκροτήματα του Άλτερ;
- Γιατί, κι αυτοί αυριανοί σλάνγκαρχοι δεν είναι;

"Από νιούμπης φαινόμουνα πως θα γινόμουν μάγκας, μα τελικά απ\' την σλανγκιά απέχω παρασλάνγκας" ομολογεί με συντριβή Σλάνγκος Δράκος. (από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομασία οποιουδήποτε νησιού που ο πληθυσμός του οχταπλασιάζεται (και βάλε) κάθε καλοκαιρινή περίοδο. Αποτελεί πόλο έλξης και «μαστ» προορισμό για παντός τύπου τρέντουλα, εξού και η ονομασία. Ακόμη και πριν πατήσετε το πόδι σας σε τρεντονήσι γνωρίζετε ήδη ότι είναι τέτοιο από τις αντιδράσεις των φίλων σας όταν τους ανακοινώνετε τον προορισμό σας (άλλοι θα γουστάρουν κι άλλοι θα σας φτύσουν, οπότε μέτρο σύγκρισης είναι οι ακραίες συμπεριφορές).

Παρόλα αυτά, το τρεντονήσι ξεχωρίζει και από μερικά χαρακτηριστικά που στο κάτω κάτω είναι αυτά που φέρνουν τον κόσμο.

  • Είναι ίσως το μοναδικό μέρος στην οικουμένη που σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού έχει μπλε και πράσινα μάτια στην «χώρα» και καφέ στην παραλία (τουλάχιστον μέχρι την ανακάλυψη του αδιάβροχου φακού επαφής).
  • Όλες κυκλοφορούν με τραπεζομάντιλα τυλιγμένα στα πόδια και διχάλες 1-4 που προκαλούν τον χαρακτηριστικό ήχο «χλιτς-χλοτς».
  • Οι ρακέτες έχουν αναδειχθεί σε τοπικό-εθνικό σπορ (το οξύμωρο δίνει περισσότερη έμφαση) και όλοι πρέπει να κλείσουν τουλάχιστον 3ωρο παίζοντας.
  • Οι μισοί είναι ρουμλετάδες, οι άλλοι μισοί έχουν μπαρ και είδη δώρων, οι άλλοι μισοί είναι τουρίστες και οι άλλοι μισοί συνδυάζουν τις ως άνω δραστηριότητες (και εδώ δίνεται η οξύμωρη έμφαση).
  • Η κατανάλωση καροτίνης είναι ίσως στα ίδια επίπεδα με την κατανάλωση μπύρας.
  • Κυκλοφορούν περίεργοι με μια κάμερα στο χέρι που λένε ότι κάνουν ρεπορτάζ και δηλώνουν άνθρωποι ενώ όλοι ξέρουμε πως έχουν βρει τον ιδανικό τρόπο να μπανίζουν κωλαράκια και να το περνάνε για μάχιμη δημοσιογραφία και είναι δημοσιοκάφροι.
  • Επίσης κυκλοφορούν και σελεμπριτούδες που αρέσκονται να παίζουν κυνηγητό με τους προηγούμενους, να κρύβουν την κυτταρίτιδα και να περπατάνε στα σοκάκια αγνοώντας του «φανς» που πεθαίνουν για αυτόγραφο.

Γι' αυτό σκεφτείτε καλά πριν αποφασίσετε προορισμό για το καλοκαίρι.

- Φέτος έκλεισα εισιτήρια για Μύκονο φίλε, θα γίνει χαμός!
- Αμάν πια με τα τρεντονήσια ρε συ. Εγώ την είδα λατέρνατιβ φέτος. Θα χτυπήσω Ίφκινθο να δω τον τόπο εξορίας του αναρχικού Φαν Μπρόικελεν. Σκηνούλα, μπυρόνι, μπαφόνι κι έτσι.
- Σώπα ρε αντιρρησία εσύ! Από πότε μας βγήκες ανάρχι;
- Από τότε που δεν έχω σάλιο για διακοπές.
- Και εκεί με τι θα πας; Κολυμπώντας;
- Ε ρε πούστη... 2652 χρήστες, γιατί να μην είσαι ένας από αυτούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δραστηριότητα της ταυτόχρονης διενέργειας δύο εκ των φυσικών αναγκών του ανθρώπου. Ενώ κάποιος προσπαθεί να αεριστεί κάνοντας την χαρακτηριστική γκριμάτσα με τα σφιγμένα χείλια ο οργανισμός αποφασίζει πως είναι μεγάλη μαλακία μια τέτοια οδός να εξυπηρετεί μόνο ένα ρεύμα και την ίδια στιγμή δίνει προτεραιότητα και σε κάποια υποτυπώδους μορφής κουράδα. Άμεση συνέπεια είναι η αλλαγή του βηματισμού του εν λόγω ατόμου σε πιο «μάγκικη» και η στάμπα στο παντελόνι που δικαιολογείται πολύ εύκολα με τον σιχτιρισμό του ανυποψίαστου βοηθού σερβιτόρου, επειδή και καλά σκούπισε την καρέκλα που κάθισε ο μάγκας πλέον με βρεγμένο πανί. Η μυρωδιά είναι βέβαια ένα θέμα, αλλά αν είστε στο κατάλληλο σημείο αυτό είναι το τελευταίο που σας απασχολεί, μιας και το περιβάλλον είναι σύμμαχος, πχ Ψυρρή.

Ο ήχος την στιγμή της πραγματοποίησης του φαινομένου, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, είναι τόσο απολαυστικός και τόσο σκανδαλιστικά και τσαχπινογαργαλιάρικα υγρός, που θα θέλετε να τον ακούτε συνέχεια. Κι αν συνέβη σε μέρος με θόρυβο τότε είναι ακριβώς σαν να σας έρχεται μωρό έξω από την πόρτα χωρίς πριν να έχετε καν ζμπρώξει, εκμηδενίζοντας δηλαδή το κομμάτι «αμιγές καλού» της γνωστής ρήσης.

- Τί έγινε ρε Σάκη τελικά; Το έχωσες στην Κικίτσα;
- Άσε ρε, χτύπησε πάλι ο Μέρφυ. Ήταν αμόλυντη παρθένα η μικρή.
- Και δεν ήθελε ε;
- Όχι ρε, δεν έβλεπε την ώρα, αλλά τα είχα και αξύριστα.
- Και δε γούσταρε με τρίχες ε;
- Όχι ρε, τρελαινόταν με τις τρίχες, αλλά εχέκλασα.
- Και σιχάθηκε ε;
- Όχι ρε, ήταν κρυωμένη και δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά δεν είχα καπότες.
- Και φοβόταν ε;
- Όχι ρε, ήθελε την πρώτη της φορά να το νιώσει καλά.
- Ε τι σκατά έγινε τότε ρε;

και τα ιγκουάνα εχεκλάνουν! (από Jonas, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified