Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.
Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, αντιπαλευόν
Got a better definition? Add it!
Κανονικά σημαίνει Σταθμός Ελέγχου Κυκλοφορίας αλλά μεταξύ των στρατιωτών ακούγεται και το Σάντουιτς, τσιγάρο, εφημερίδα, καφές ...
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο γυναικείο στήθος, που συνήθως θυμίζει αγελάδας.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν τον νοιάζει τίποτα. Το μόνο του ενδιαφέρον είναι πώς θα περάσει καλύτερα, με όσο το δυνατόν λιγότερη προσπάθεια.
Γνωστός και ως: χαβαλές, ρέκλας, οικοδόμος, παραλίας, χυμείο.
- Ρε... άκουσα ο Γιώργος έπιασε δουλειά;
- Ούτε για δημόσιος υπάλληλος δεν κάνει αυτός... μέγιστος σταρχιδιστής.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.
Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.
- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !
Got a better definition? Add it!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπουρντούχας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Λήξη 'Ενός Λανθασμένου Έτους.
-
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται υποτιμητικά για κάποιο άτομο που... έχει γνώσεις και άποψη για όλα!
- Είχα βγεί χθες με τον Παναγιώτη και με έπρηξε στο μπλα μπλα κανα 2ωρο.
- Ε μα και εσύ με τον γνώστη βγήκες βόλτα; Αφού τον ξέρεις, έχει γνώμη πριν από εσένα και για εσένα.
βλ. και ξερόλας
Got a better definition? Add it!
Ξυπνάω.
Άντρας : - Γυναίκα , χτυπάει η πόρτα, τράβα άνοιξε!
Γυναίκα : - Tο κινητό σου είναι, νιώσε!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!