ELF με πολυσχιδή προσωπικότητα που συνδυάζει γνώσεις αρτοποιίας και τοξοβολίας. Εικάζεται πως σε μία μάχη σκότωσε 124 στρατιώτες επιβαίνοντες σε ελέφαντες με χαυλιόδοντες τύπου Β+ ενώ την ίδια στιγμή καταβρόχθιζε 25 τοστ, ρεκόρ που στο δεύτερο σκέλος του πρόσφατα καταρρίφθηκε από το Σοφοκλή Σχορτσιανίτη σε σαντουιτσάδικο του Πειραιά.

Πάλι τοστ τρως ρε Καραμολέγκολα;

(από Galadriel, 19/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πελάτης ο οποίος επιλέγει να αποχωρήσει δίχως να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στα προϊόντα που έχει καταναλώσει σε ένα μαγαζί.

Αν και πιθανό έως προφανές αίτιο αυτής της συμπεριφοράς θα μπορούσε να θεωρηθεί η απώλεια του χρηματικού αντιτίμου που θα έπρεπε να καταβληθεί, τις περισσότερες φορές ο λόγος που οδηγεί τον καταναλωτή να «τραβήξει πιστόλα», όπως λέμε, είναι η υποσυνείδητη ανάγκη που νιώθει να πάει κόντρα στο κατεστημένο, αναδεικνύοντας την λανθάνουσα καουμπόικη κουλτούρα του. Βέβαια, σε καταστάσεις εκτεταμένης χρήσης αλκοόλ, ο πιστολέρο ίσως λειτουργήσει ακούσια, μη όντας ικανός να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να πληρώσει.

Η προέλευση της λέξης αυτής βρίσκεται στη μακρινή άγρια δύση, όπου ο περίφημος Κλιντ Ίστγουντ, οπλοφορώντας, κατανάλωνε αμύθητες ποσότητες αλκοόλ στα εκάστοτε σαλούν και κατόπιν αυτού, εξαιτίας του ευερέθιστου χαρακτήρα του, τραβούσε το πιστόλι του, τα έκανε όλα λίμπα και φυσικά έφευγε κούκλος-ηθοποιός χωρίς να πληρώσει τίποτα!

Αξίζει να σημειωθεί πως αδόκιμη θα ήταν η εννοιολογική ταύτιση της λέξης με τον ομώνυμο ανεγκέφαλο ποδοσφαιριστή του ΟΣΦΠ Κώστα Μήτρογλου, ο οποίος απέκτησε το προσωνύμιο αυτό λόγω του χαρακτηριστικού πανηγυρισμού του!

- Πωωω ρε μαλάκα... τσαλακώσαμε τρία χοτ ντογκ και δύο αραβικές πίτες ο καθένας... Να δούμε πώς θα πληρώσουμε τώρα...
- Άι οφ δε τάιγκα, ρε μαλάκα... θα φύγουμε πιστολέρο στο χαλαρό....

Βλ. και πιστόλα, πιστολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάτρης του αγοραίου έρωτα που επιλέγει διαρκώς να συνουσιάζεται με ιερόδουλες καταγόμενες από χώρες του ανατολικού μπλοκ και δη τη Ρωσία, λόγω της ανικανότητάς του να βρει ερωτική σύντροφο - μια ανικανότητα αντίστοιχη με αυτή του ομώνυμου διεθνή δεξιού μπακ του Ολυμπιακού (Βασίλη Τοροσίδη) να βγάλει μια σέντρα της προκοπής.

Η λέξη αναλύεται ετυμολογικά ως εξής «Το-Ρωσίδι-ης».

-Βρήκε καμιά γκόμενα ο Αργύρης ρε;
-Τι να βρει μωρέ... Ο τύπος είναι Τοροσίδης. Έχει πήξει στην πουτάνα!!!

Τρέχα Βασίλη - Ο Τοροσίδης και η θεία του (από allivegp, 09/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει την πλήρη απώλεια επικοινωνίας στην οποία έχει περιέλθει ένα άτομο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η επικοινωνία μαζί του. Η κατάσταση «οφλάιν» συνδέεται άρρηκτα με την προσωρινή προβληματική εγκεφαλική επεξεργασία, που συνήθως οφείλεται είτε:

  • Στην άγνοια του ατόμου επί του θέματος, ή
  • Στην ανεπαρκή αντιληπτική λειτουργία, ως νομοτελειακό επακόλουθο μιας προηγηθείσας κατάστασης νιρβάνας.

    Πατέρες του λήμματος είναι οι nerds που περνούν αναρίθμητες ώρες στα netcafe cyber-iάζοντας, και παραλληλίζουν την ανικανότητα κάποιου να γίνει δέκτης πληροφοριών με αυτή ενός αποσυνδεδεμένου από το internet υπολογιστή.

  1. - Έχω παπάδες... πάμε για προ...;
    - Προ...; μα δεν έχουμε playstation...
    - Omg ρε μαν... είσαι οφλάιν τελείως... να πιούμε κάνα γάρο εννοώ...

  2. - Πωωω , φίλε!! Βγήκε το ironman 2, πάμε να το δούμε;;
    (ξύπνημα από φάση νιρβάνας) - Εεεεε; τι είπες ρε ;
    - Καλά... άσ' το... τσάμπα χάνω τα λόγια μου... εσύ είσαι οφλάιν...

(από Galadriel, 12/10/11)

βλ. και σιζοφλάει, οφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που μονίμως επιτυγχάνει να έχει το εσώρουχό του χεσμένο!

Χ: - Πάλι έκλασες ρε βρωμύλο;
Ψ: - Μακάρι νά 'κλανε μόνο ο τσιλοβράκας! Κόβω την πούτσα μου ότι χέστηκε πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατίθασος και έχων μικρό πέος ομοφυλόφιλος, με παρουσιαστικό παραπλήσιο με αυτό ενός τρωκτικού που επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον στοματικό έρωτα.

- Αχ καλέ Γιάννη ομόρφυνες πολύ!!!
- Πωωωω!!! Πάλι να μου πάρεις τσιμπούκι θες ρε πουσταρά τσιμπουκομικρούλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρησμένο και ερεθισμένο σε τρομακτικό βαθμό από τη στύση υπερμεγέθες ανδρικό μόριο! Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν θεοποιήσει την απόλυτη αυτή κάβλα και λάτρευαν τον ομώνυμο θεό. Ο Πυρόκαβλος ήταν ο 13ος θεός του Ολύμπου και μαρτυρίες λένε ότι το καβλί του ξεπερνούσε ουρανοξύστη στο περίπου! Τη σήμερον ημέρα ή χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή αναφερόμενοι σε καραπουτσακλάρα ή καρατουμπανιασμένο παπάρι,το μήκος του οποίου είναι μεγαλύτερο από 20 εκατοστά.

- Πώς πήγε χτες ρε; ;Το γάμησες το Μαράκι;
- Άσε με ρε μαλάκα... Μια χαρά πήγαινε η δουλειά αλλά μόλις είδε τον πυρόκαβλο τρόμαξε και έφυγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας (αυτός που παίρνει ζαμπόν).

- Δεν τον βλέπω καλά τον Μήτσο τώρα τελευταία ρε... Έχει τίποτα;
- Χαζός είσαι ρε; Πώς να ναι καλά ο ζαμπονιάρης... 'Εχει λιώσει στην πρέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που λειτουργεί ως υποχείριο ενός άλλου ατόμου ή μιας ομάδας (ουδεμία σχέση με το αλβανικό tsira mon).

Χ:
- Καλά ρε μαλάκα! Στη γκόμενα του Μπάμπη την έπεσα και ήρθε ο Ηρακλής να μου ζητήσει τα ρέστα. 'Ελεος!
ψ:
- Ναι ρε... Μεγάλος τσίρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.

Εκ του Francis Ford Copprola.

- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified