Ο χρήστης της συγκεκριμένης φράσης αποσκοπεί να προσγειώσει στην πραγματικότητα τους συνομιλητές του, στους οποίους και απευθύνεται στο πλαίσιο συλλογικών εγχειρημάτων, τα οποία, ναι μεν εμπνέουν ενθουσιασμό λόγω των ατόμων που τα στελεχώνουν («ωραίοι»), αλλά δεν εμπνέουν σιγουριά λόγω του ολιγάριθμού τους («πόσοι;»).

Το γοητευτικό της φράσης έγκειται στο ότι, απαντά στο γενικό, αλλά ανομολόγητο συναίσθημα αυτοϊκανοποίησης του τύπου «για δες, για δες, ωραίοι είμαστε, ένας κι ένας» κλπ) και κολλάει πολύ σε μαξιμαλιστικά πολιτικά εγχειρήματα -ταρζανιές, αλλά και σε κάθε είδους militant φάση...

Τα 3 κωλαράκια μου λένε ότι αυτή η φράση έγινε γνωστή από διαφήμιση με το Σπύρο Παπαδόπουλο τις ημέρες πριν την απογραφή του πληθυσμού το 2001. Θα ήθελα να πιστεύω ότι είναι παλαιότερη, αλλά δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω.

- Ρε συ, συγκινούμαι όταν μας βλέπω, είμαστε αφάν γκατέ...
- μμμμ, ωραίοι είμαστε, αλλά πόσοι είμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαχρονικό και επίκαιρο σύνθημα της μεταπολίτευσης.

- ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ!
- Σεξιστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχιατρικός ασθενής ή σκέτο «ψυχιατρικός» ή, κατά το πολιτικά ορθόν, ο «χρήστης ψυχιατρικών υπηρεσιών». Ο άνθρωπος, δηλαδή, που, όχι απλά αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και έχει νοσηλευτεί εξ αιτίας τους (ή εξ αιτίας συγγενών, γειτόνων, ψυχιάτρων, κράτους και καπιταλισμού). Χρησιμοποιείται είτε για συντομία, είτε από διακριτικότητα.

  1. - Και τι περιπτώσεις βλέπεις εκεί στην οργάνωση βρε Φερδινάνδε;
    - Ε, τι να βλέπω, κανά δυο βε βλέπω, έρχονται και ζάκια αλλά τους διώχνω, και πολλούς ψι....

  2. - Τι παίζει με τον τύπο ρε συ... ζάκι είναι;
    - Μπααα, ψι είναι...

Mother, no! (από Vrastaman, 12/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταφατικό μόριο της νεοελληνικής καθομιλούμενης νέας κοπής. Δηλώνει πρόθεση συμμετοχής και σύμπνοια του ομιλητή με την εκπεφρασθείσα πρόταση του συνομιλητή.

Από το νωρίς απαρχαιωμένο ψήνομαι με κόψιμο και της κατάληξης και του χαρακτήρα του ρήματος και γενικά του ό, τι περίσσευε χωρίς ματιές πίσω από την πλάτη και συναισθηματισμούς, στο πνεύμα της εποχής. Να μη συγχέεται με τα ομόηχα ψι.

- Πάμε μία στις από κάτω;
- Ψη...

(από Vrastaman, 12/10/09)το χαλικάλι! (από BuBis, 12/10/09)Movement of Jah People (από Vrastaman, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα υπό διάφορες μορφές χρησιμεύει ως πιο σλανγκέ εκδοχή διαφόρων εκφράσεων οι οποίες είναι ήδη σλανγκ:

- ως «την ψαχουλεύομαι» σημαίνει «την ψυλλιάζομαι», παίρνω γραμμή.

- ως «ψαχουλεύω + αντικείμενο» σημαίνει «ψάχνω κάτι» με την έννοια «γνωρίζω κάτι καλά», «έχω εμπειρία από κάτι» (βλ. πιο κοντινό σχετικό λήμμα ψακτικές). Σε αντίθεση με το «ψάχνω», που χρησιμοποιείται σχεδόν για κάθε θέμα που μπορεί να «ψαχτεί», δηλαδή για το οποίο μπορεί να υπάρξει εις βάθος γνώση, συνήθως ψαχουλεύουμε τη ζωή, τις γυναίκες ή/και τους άντρες, και γενικά τα πλέον ουσιώδη πράγματα. Σπάνια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως «την έχω ψαχουλέψει με (κάτι)».

- ως μετοχή, «ψαχουλεμένος» μπορεί να αναφέρεται ειρωνικά ή όχι σε κάποιον/κάτι ψαγμένο... στην περίπτωση που δεν υπάρχει ειρωνεία, μιλάμε για κάτι το πολύ ψαγμένο...

Από το ψαχουλεύω (από Τριανταφυλλίδη) = ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου, συνήθ. για να βρω κτ, ψάχνω να βρω κτ. επάνω μου.

- Καλά, η θέση ήτανε μιλημένη, μου το είπε και ο Ιερόθεος, καλά που την ψαχουλεύτηκα και δεν περίμενα σα το μαλάκα...

- Να πάνε να γαμηθούνε όλες... όλες πουτανοφέρνουνε, όλες!
- Καλά ρε φιλαράκι δεν την έχεις ψαχουλέψει τη ζωή λιγάκι, τώρα το 'βγαλες το συμπέρασμα;...

- Ψάχνω να βρω κανά ψαχουλεμένο παράδειγμα, αλλά δε μού 'ρχεται..
- Μεταμοντερνιά, γράψε αυτό...

Μα τι ψάχνει;;; (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερό και μάλιστα από το δίκτυο ύδρευσης, ως παραγγελία σε καφετέρια. Λέγεται έτσι χάριν αστεϊσμού σε περιπτώσεις μεγάλου στριμώγματος, όταν δεν υπάρχει σάλιο, ούτε για φραπέ/μπύρα. Και γενικά όταν κάποιος για κάποιο λόγο θέλει νερό και μόνο νερό. Έχει πλέον περάσει στα αστεία του μπαμπά και του αστειάτορα.

- Πες ρε τι θα πάρεις;
- Τίποτα...
- Άντε, κερνάω γω....
- Άμα είναι έτσι, ένα χυμό βρύσης....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επαναληπτική καραμπίνα: ηχοποίητος όρος που προκύπτει από το χαρακτηριστικό ήχο κατά την επαναγέμιση. Απαντά και ως «χράπα χρούπα».

Όπλο γαμαωδέρνουλων (βλ. και επαναληπτική καραμπίνα) αγαπημένο κατά χοιρινών θηραμάτων, στην ύπαιθρο και την πόλη, ειδικά στην, πριονισμένη ή όχι κοντόκαννη, εκδοχή της.

Προσανατολίζομαι στην αγορά μιας επαναληπτικής καραμπίνας (χράπα-χρούπα) και έχω κάποιους συγκεκριμένους προβληματισμούς...

από site για το κυνήγι...

[ο Steve McQueen [Getaway, 1972) σφίγγεται με τη χλαπαχλούπα στο χέρι και την πρωτο-λατίνα συμπρωταγωνίστρια στο πόδι και στο χέρι.... (από xalikoutis, 30/12/08)](http://s.slang.gr/media/200812/50d6f8615efaf302892d-1428190097_320x180.jpg)Ζαμπέτας - Μανταλένα: Χλάπα-χλούπα (δις), παίζω εγώ το μπαγλαμά, ντρίγκι-ντρίγκι (δις), τί τα θέλω τα λεφτά... (από HODJAS, 26/10/10)Κρητικό Βράιγ (από Vrastaman, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο και κερδίζει έδαφος τούτο το σκατολογοπαίγνιο (σκατολογικό λογοπαίγνιο, δεν αναφέρομαι στην ποιότητά του) για την «Σέχτα Επαναστατών», τη νεόκοπη αυτή ομάδα «αντάρτικου πόλης» ή «τρομοκρατική οργάνωση» ή, σύμφωνα με τα γραφόμενά της, «ευρύτερης συνιστώσας που συναντιούνται όλες οι αντάρτικες αποκλίνουσες τάσεις που δεν συμμορφώνονται με τη τεχνική της πολιτικής αντιπαράθεσης, ούτε με τα κλασσικά ορθόδοξα επαναστατικά δόγματα».

Το λογοπαίγνιο με viral τρόπο (κυρίως γραπτό λόγο στο διαδίκτυο) προέκυψε μετά το τελευταίο χτύπημα μάλλον ως εξής

σέχτα > σ(χ)έστα [ή (σ)χέστα] κι άστα > [i]χέστα
[/i]
Το λογοπαίγνιο υιοθετούν κυρίως όσοι αναρχικοί και αριστεροί δε συμφωνούν με τη δράση της και έχει την πλέον ευρεία διάδοση σε sites που κατά την ίδια την οργάνωση θα χαρακτηρίζονταν ως απεύθυνσης «Λ.μ.Α.Τ.» (λούμπεν μικροααστική τάξη - προτείνω το μικρό «μ» για να δηλώνει το «μικροαστική» και να διακρίνεται από το «Μ» = μεγαλοαστική« τάξη) όπως το tvxs.gr. Αλλά αν και η προέλευση του όρου σίγουρα πρέπει να εντοπιστεί στην πλευρά της εξ αριστερών κριτικής, την χρησιμοποιούν πλέον και εθνικο-δεξιοί (είναι το επίπεδο λογοπαιγνίων που «πιάνουν»).

Τη γράφω δε με κεφαλαία τη ΧΕΣΤΑ διότι, στο κλίμα τρομοκρατίας που καλλιεργούν ευρύτατοι κύκλοι αμόρφωτων-με-αυτοπεποίθηση συμπολιτών μας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ίσως κάπου κάπως να είναι αρκτικόλεξο, γεγονός που εξηγεί και την κλίση «η σέχτα, της σέχτα» κ.λπ. αυτής της από χρόνια εξελληνισμένης λέξης.

Οι Χεστα γαζωσαν τον Αλτερ...εδω που τα λεμε δεν ηταν δελτιο ειδησεων αυτο ... (από εδώ)

Είναι οι ίδιοι, αυτοί που κρύβονται πίσω από τις Χέστες Επαναστατών και από τους Κλανοπορδικούς Αγώνες (από εδώ)

Από την ακραία πτέρυγα του ΕΛΑ τα μέλη της Σέχτα (από εδώ)

Και όπλο της ΣΕΧΤΑ στην επίθεση κατά του αστυνομικού (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα (η κανονική) ή, η πηδιόλα γυναίκα.

Χαρχάλα κυριολεκτικά (στη Δ.Κρήτη τουλάστιχον) είναι η σφεντόνα (ετυμολογία δεν ξέρω), που με το χαρακτηριστικό της σχήμα θυμίζει τη γυναίκα που έχει αϋπνίες.

Με ένα σερτς διαπιστώνω ότι χαρχάλα λέγεται και

α. το προϊόν (πχ κινητό) μπακατέλα, αλλά και...
β. το βελανίδι που μαζεύεται το φθινίπωρο... [;].

Επίσης η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείτο και από τους Ρεμπέτες (βλ. παράδειγμα 2).

Στην Κρήτη λέγεται και σήμερα, είναι πολύ εύχρηστη.........

  1. - Μωρή χαρχάλα, και το Μανώλη και το Στρατή και το Μανούσο....δεν έχεις αφήσει άντρα για άντρα...

2.- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας.

από συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").

Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):

απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).

Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή

Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή

Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:

χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:

α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.

β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;

γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).

Για να δείξω τα (β) και (γ):

Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.

Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.

Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified