Χαλάρωσε, η κατάσταση είναι αντερ κοντρολ. Από το ισπανικό tranquila.

- Ρε, δεν πιστεύω να αυτοσχεδιάζεις, το θέλω το μηχάνημα ολόκληρο...άστο, θα το πάω στον pc-ίατρο.
- Τρανκίλα! Τό' χω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπουκάλια στα ποδανά.

- Όλο καλιαμπού και ψουψουψού στη μέση του μπλοκ, μπροστά στον κόσμο, τον πήρανε χαμπάρι και οι πέτρες ....
- Αφού είναι πύρκαυλος ο μικρός...έχει χαβά πάντως...
- Ρε της ψωλής του το χαβά έχει, αλλά τέσπα.

Η Κυρία βνωρίζει από καλιαμπού - όπως και ο Κώστας Καφάσης γνωρίζει από καλό ψάρι. (από Vrastaman, 15/09/08)τα είχατε ακούσει για τη μονή εσφιγμένου, ε; http://www.lifo.gr/now/greece/31636 (από xalikoutis, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).

Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.

βλ. φωτό

(από xalikoutis, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αναφέρεται στην ικανότητα εξωτερίκευσης του εσωτερικού διαλόγου με τον οποίο λειτουργεί η συνείδηση (διυποκειμενικότητα)...ή πιο απλά για τον πολυλογά και κατά κανόνα παπαρολόγο ή και μπουρμπούραγα άθρωπο. Στην τηλεόραση βάζει μια άνω τελεία και δίνει το λόγο στον εαυτό του. Στην καθημερινότητα μονοπωλεί τη συζήτηση, τη γνώση και την άποψη (προσοχή, καμιά φορά στην αρχή της συναναστροφής οι συγκεκριμένοι τύποι είναι λιγομίλητοι - τελούν σε φάση φόρτισης).

- Με ζάλισε πάλι ο Αριστοτέλης...τι ήτανε να του μιλήσω, όλα τα είπε πάλι μόνος του...
- Καλά δεν τό ξερες; Ο τύπος διακόπτει τον εαυτό του λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με την οποία προειδοποιούμε ή απειλούμε κάποιον που έχει αρχίσει να ξεφεύγει, να ανακατεύεται, δλδ εκεί που δε θα 'πρεπε. Επίσης για τις περιπτώσεις που κάποιος έπαιξε και έχασε, πήγε δηλαδή να αλλάξει το status quo σε κάποιο τόπο, χώρο κ.λπ., με παπατζιλίκια ή χωρίς, αλλά τα έκανε σκατά και τώρα κινδυνεύει να φύγει με σουβενίρ ένα αξέχαστο βρωμόξυλο. Δεν αναφέρεται σε όποιον φεύγει νύχτα επειδή δεν αντέχει τους αποχαιρετισμούς.

α. Πρόσεχε μαλάκα, θα φύγεις νύχτα από 'δω μέσα, με τα ψουψουψου που κάνεις θα την φας την κεφάλα σου!

β. - Σπύρο, να σου πω ρε φίλε... έχω μπλέξει...
- Τι είναι ρε;
- Άκου τι έγινε ρε... Γάμησα την αδερφή του Μανούσου...
- Ωωωωχ, είσαι καλά ρε μαλάκα, αυτή δεν την αγγίζεις... νύχτα θα φύγεις μου φαίνεται από το νησί...

βλ. και φεύγω νύχτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φωτογράφος, μοντέρ, σκηνοθέτης και συναφή επαγγέλματα, που ονειρεύεται να μετεξελιχθεί σε δημιουργό - θιασώτη του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη», αλλά αρκείται «προς το παρόν» σε βίντεο από γάμους (βαφτίσεις, ορκωμοσίες πτυχίων, εκδηλώσεις συλλόγων κλπ.)

- Θα ανοίξω στούντιο με τον Τρύφωνα και τον Ευθύμη
- Άντε, επιτέλους δικέ μου, να κάνεις κι εσύ τα δικά σου...
- Μπα, θα παραμείνουμε γαμίστες για πολύ ακόμα... αλλιώς δε βγαίνει...

- Κι εδώ που λες, θα βάλω τα ρύζια να πέφτουν σε σλόου μόσιον, και... τσσααακ, μαγεία! - Είσαι μεγάλος γαμίστας, δικέ μου, αλλά τελείωνε... 2 ώρες είμαστε εδώ, θα βγαίναμε υποτίθεται.
- Η φύση της δουλειάς, βλέπεις...

Βλ. και γαμιτζής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δήλωση του Πορδηπουργού (1980 - 1981) Γεωργίου Ράλλη , που προέκυψε από το φοβεγό του ελάττωμα στην εκφορά του ρο.
Σε αυτήν την αξιομνημόνευτη φράση, ο Ράλλης συμπύκνωσε το όγαμά του για την παιδεία. Πρέπει να σημειωθεί ότι τότε ακόμα η Δεξιά δεν απέρριπτε τον κρατικό σχεδιασμό προς χάριν νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων, αλλά προσπαθούσε ενεργά να κατευθύνει τον πληθυσμό σε στρατηγικές εθνικά και αναπτυξιακά επιλογές.

Η φράση έμεινε ως επιβεβαίωση της επαγγελματικής ανωτερότητας των εφαρμοσμένων γνωστικών αντικειμένων έναντι των χιουμάνιτις.

- Τι τα θελα τα ΦΟΥ ΚΟΥ ΣΟΥ ΨΟΥ ρε πούστη, δεν πήγαινα ψυκτικός, τώρα θα κονόμαγα...
- Εμ, οι μισοί Έλληνες θα μάθουν τέχνες, οι άλλοι μισοί γάματα, δεν τό 'ξερες;

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γλωσσού και πρηξαρχίδω γυνή, που δε βάζει γλώσσα μέσα. Δεινή κουτσομπόλα, με πολύ θράσος, που καλύτερα να μη σε πιάσει στο στόμα της. Είσαι από χέρι χαμένος σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση.

Στα υπέρ (γι΄αυτήν και μόνο) το ότι σε βάζει στη θέση σου με πολύ φειδωλή χρήση μπινελικίων. Δεν αντέχεται, ειδικά αν πρόκειται για girl power περίπτωση. Hobby της το φτυάρι και το κατινάζ.

- Ω ρε μάνα μου, είπα στην κυρία Σόνια την από κάτω για τα σκουπίδια και έφαγα χοντρή ήττα... Με λύγισε... Μισή ώρα μού 'χωνε «Και ποιος είσαι συ που θα μου πεις για τα σκουπίδια, που τρέχει το λούκι σου, που φέρνεις στην πολυκατοικία κάθε καρυδιάς καρύδι»...
- Μην τα βάζεις μαζί της δικέ μου, είναι μεγάλη γλωσσοκοπάνα...
- Μού' φυγε ο τσαμπουκάς σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χαρακτηρίζει το μαλάκα με ειδικό βάρος, που ειδικεύεται στις χοντρές μαλακίες. Μπορεί να μη σκοράρει πολλές μαλακίες ανά second αλλά όταν περάσει στη δράση, μένει αξέχαστος. Συνήθως σε ερώτηση.

- Που λες μιλούσαμε με τα γκομενάκια όμορφα κι ωραία και πετάγεται ο Στρατής κι αρχίζει τα γνωστά περί μεγάλου έρωτα, ειλικρίνειας και κολοκύθια τούμπανα. Περιττό να σου πω ότι σε δέκα λεπτά οι γκόμενες είχανε πάει γι' άλλα.
- Πάλι τα ίδια, μα καλά πόσα κιλά μαλάκας είναι;
- Εμ!; Τα γκομενάκια να πηδηχτούνε θέλανε...

Βλ. και μαλάκας πολλών μποφώρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αναφέρονται αδιακρίτως τα τεράστια (εξού και συγκαταλέγονται στους δεινοσαύρους), άσχημα και κυρίως άγνωστα έντομα. Προκαλούν τρόμο, ενίοτε δε και θαυμασμό. Τερατόσαυρους βλέπουν πιο συχνά οι Αθηναίοι -ες όταν πάνε στην εξοχή - για τους υπόλοιπους τα ζούδια έχουν συνήθως ονοματεπώνυμο, ενώ στο σύνολό τους «τρώνε-και-τα-κουνούπια».

- Κόψε ρε συ ένα τερατόσαυρο στα δοκάρια....
- Τύφλα να χει το Alien! Εθνικός δρυμός το σπίτι του παππού...

- Εεε, ξέρεις, έχεις ένα τερατόσαυρο στον ώμο....
- Διώξτο!
- Α, δε μπορώ, φοβάμαι....

(από xalikoutis, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified