Τυποποιημένη φράση και χρήση του «λέγειν μαλακίες», η οποία έχει απίστευτη διάδοση, μιας και εντάσσεται στο διαχρονικό ελληνικό όνειρο (έστω, στην ολιγαρκή εκδοχή του) «να 'χαμε τι να 'χαμε μια μπυρίτσα να 'χαμε», «να 'χαμε δυο τσιγάρα και δυο για μετά», και να λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα... Με άλλα λόγια, φράση που περιγράφει την ελαφρά συζήτηση a la grecque, η οποία δε δεσμεύει κανέναν και για τίποτα... (βλ. και φράση «πείτε ρε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα»).
Σημείωση: η φράση λέγεται πάντα (ή μάλλον, το ορθό είναι) στο 1ο πληθυντικό, ανεξαρτήτως πλήθους του φυσικού υποκειμένου. Αν χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο, τότε σημαίνει ότι και το είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω, με την κεφαλαιώδη διαφορά όμως ότι το «είπα, ξείπα» (προϋπο)θέτει τον χρήστη σε θέση εξουσίας έναντι του συνομιλητή, ενώ το «λέμε και καμιά μαλακία» έχει απολογητική διάθεση και παραπέμπει σε χεζμεντέν καταστάσεις.

Η φράση είναι τόσο αγαπητή ώστε εντάχθηκε μάλλον σε πασίγνωστο ανέκδοτο, παρά αυτονομήθηκε.

αντιγράφω το πασίγνωστο ανέκδοτο από κάποιον που το έγραψε κάπως μερακλίδικα.

Ήταν τώρα σε ένα δάσος ένας λαγός πολύ PUNK (ξέρετε με σκουλαρίκια με μηχανή με γυαλιά κ.α)
και καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Περνάει ο αετός :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το φίδι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το ποντίκι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά η χελώνα :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά ο γάιδαρος :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
- Τι; (του λέει) Πούτσα στο λιοντάρι;
- Ναι γιατί;
- Να πάω να του το πω;
- Και δεν πας ;
Μετά από λίγη ώρα περνά το λοντάρι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου λέμε και καμία μαλακία για να περνάει η ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη για τον πούστη, ή μάλλον για αυτόν για τον οποίο υποψιαζόμαστε ότι μπορεί και να το πνίγει το λαγουδάκι (κλπ). Είναι πιο διακριτική και ιδιότροπη ειδικά τώρα που φράσεις όπως το πνίγω το λαγουδάκι έχουν γίνει πασίγνωστες.

- Ρε συ, αυτός ο Χαράλαμπος πρέπει να 'χει γαμήσει τη μισή Αθήνα, είναι ο κερατάς πολύ στην τρίχα... και τον κοιτάνε οι γκόμενες σα μπακλαβά...
- Μπααααα...
- Τι μπαααα;
- Ύποπτος μου φαίνεται... την κουνάει την αχλάδα...
- Τι λες;
- Ναι σου λέω...

(από xalikoutis, 09/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικη, μαμαδίστικη γείωση προς όποιον ισχυρίζεται ότι αυτό το οποίο θέλει να αγοράσει ή αγόρασε αξίζει τα όχι και λίγα λεφτά που κάνει.

Έχει να κάνει με το γνωστό φαινόμενο που παρατηρείται όταν ξεπαραδιάζεσαι για να πληρώσεις κάτι, και το οποίο αν τελικά είναι όντως καλό, αυτό σου φαίνεται παράξενο και σε ανακουφίζει ταυτόχρονα, γιατί γενικά κυκλοφορεί πολύ υπερτιμημένη σκαρταδούρα στον άτιμο ντουνιά ναούμ'.

  1. - Άντε, πάμε, είναι πολύ καλό το έργο...
    - Καλά είναι και τα 15 ευρώ...

  2. - Μαμά, το μεταπτυχιακό τελικά είναι πολύ καλό...
    - Καλά είναι και τα 15 χιλιάρικα που θα μας φύγουνε... Κάτσε και διάβασε μην έρθει εκεί που είσαι και σε διαβάσει ο πατέρας σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερίστικη αυτοπαθής σημασία: σημαίνει ενημερώνομαι σχετικά με τη γραμμή του κόμματος (ή του «σχήματος») και αρχίζω να την υποστηρίζω.

Οι αριστεριστές το λένε και γουστάρουν, γιατί με τις συμπαραδηλώσεις προς την fitness γράμμωση αλλά και την γραμμή της κόκας, προσδίδει μια αίσθηση σφρίγους και ευφορίας στη διαδικασία που είναι, βασικά, η πειθάρχηση στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό.

Ο άρτι γραμμωθείς αριστεριστής, αυτός που έχει μόλις γυρίσει από το «σχήμα» εφοδιασμένος με επιχειρήματα αλλά κυρίως με αναπτερωμένη συναισθηματικά τη μαχητικότητα να αμυνθεί της γραμμής, μπορεί να εμφανίσει τα εξής συμπτώματα: α) υπομανία: πόσο γαμάτοι είμαστε, πόσο τέλειοι που υπάρχουμε, που δεν έχουμε γίνει ακόμη σταλίνες, αλλά και που δε γίναμε αναρχοάπλυτοι χωρίς γραμμή β) αποπροσωποποίηση: την τάση να του φαίνονται παράξενα και ψεύτικα, με θολό περίγραμμα και φευγαλέα ύπαρξη συλλήβδην τα πρόσωπα που ασκούν κριτική στην συνέπεια και την αλήθεια του σχήματος όπως αυτή εκφράζεται στη γραμμή του γ) τριχοτιλλομανία, κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης συντρόφων αδικαιολογήτως και διαλυτικώς απόντων από το μετερίζι της συνέλευσης του σχήματος.

Ευτυχώς η επίδραση περνάει γρήγορα. Δυστυχώς η γραμμή εθίζει.

- Ρε σύ, διάβασες στη λίστα...
- Έλα, όχι... ναι, τι...;
- Ναι, τι τι; Τι μαλάκιες...
- Πήγα χθες σχήμα και γραμμώθηκα φίλε, δεν μπορώ να ακούω πουθενάδες τώρα πρωϊνιάτικα...
- Καλά, καλά... έλα αύριο να σε τεντώσω λιγάκι στο τάβλι...
- Είσαι οριακά εντός γραμμής, σύντροφε, δε σε βλέπω καλά...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατεργάρης, μπαγαπόντης, σκανταλιάρης. Απευθύνεται σε πιτσιρίκια.

- Α ρε πισπιρίγκο, πάλι τα γατιά πετροβολούσες και δεν πλησιάζουνε στην αυλή;

Got a better definition? Add it!

Published

Αργκό των αναρχικών. Βασικά η φράση είναι κυριολεκτική και προκύπτει από το γεγονός ότι στις συγκεντρώσεις, πορείες, συνελεύσεις κλπ, το σχετικό ξήλωμα για το μάζεμα χρημάτων (για αφίσες, δικηγόρους συλληφθέντων κλπ) γίνεται μέσα σε ένα κράνος που περνάει γύρω γύρω στους / στις παρευρισκόμενους /-ες.
Το κράνος συνήθως είναι για διάφορους λόγους ό,τι πιο πρόχειρο υπάρχει σε δοχείο στις εν λόγω συναθροίσεις, μετά τα κουτάκια μπύρας, που όμως δεν προσφέρονται. Λειτουργεί σαν κινητό παγκάρι (ευαρεστηθείτε να τσοντάρετε παρακαλώ...).

- Ποιος μαζεύει τα λεφτά ρε συ;
- Θα περάσει κράνος είπανε...
- Καλά, εγώ τηγκανά... δώσε και για μένα...
- Α ρε κουνάβι τζαπατίστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).

Ακούγεται επίσης η λέξη «θρασουλέα» για την άσχημη μυρωδιά, ιδίως αυτήν που αναδίδεται από ακάθαρτο αποχωρητήριο ή μετά από σφουγγάρισμα με βρώμικο χρησιμοποιημένο νερό. πηγή

θρασουλέα και θρασουλέ : οσμή αβγού ή υπολλειμάτων ξινισμένου φαγητού σε μαγειρικά σκεύη πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βρισιά από τη Δ.Κρήτη. Το κερατάς εδώ δεν έχει την έννοια του ρούντολφ, αλλά του καθάρματος, του παλιάνθρωπου κλπ.

Αυτό που είναι το περίεργο φυσικά είναι αυτό το «μπίνι» (το γράφω με την πιο απλή ορθογραφία) το οποίο δεν έχω ακούσει σε καμία άλλη περίπτωση, να συνοδεύει κανένα άλλο όνομα. Προφανώς είναι επιτατικό, και αναρωτιέμαι αν μπορεί το ντιπ που στην Κρήτη λέγεται «ντίπι» να έχει παραφθαρεί τόσο.

Αν κανείς γνωρίζει, εικάζει...

- Θα τονε δέσεις μωρέ συ το σκύλο, γ-ή θα μου κυνηγά τσι θυγατέρες να τσι δαγκάσει κιαμιάν ώρα...;
- Στ' αρχίδια μου οι κόρες σου...
- Μωρέ μπίνι κερατά, έβγα όξω να δεις ποιος έχει αρχίδια και ποιος δεν έχει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλάρωσε, η κατάσταση είναι αντερ κοντρολ. Από το ισπανικό tranquila.

- Ρε, δεν πιστεύω να αυτοσχεδιάζεις, το θέλω το μηχάνημα ολόκληρο...άστο, θα το πάω στον pc-ίατρο.
- Τρανκίλα! Τό' χω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι transgender, καθώς εκφέρεται μάλλον πιο συχνά από straight άντρες, οι οποίοι λόγω του ωραίου και εύηχού της, τη χρησιμοποιούν, παρόλο που δημιουργεί εντυπώσεις ότι έχουν μαστιγώσει όχι μόνο το δελφίνι, αλλά και τη φάλαινα φυσητήρα και το γιγάντιο σαλάχι μπελούγκα, σε σημείο ο τρέχων συνομιλητής τους να τους φαίνεται μια ταπεινή κουτσομούρα. Το μέγεθος δηλαδή του μορίου του συνομιλητή δεν εντυπωσιάζει τον χρήστη της φράσης, το ίδιο ισχύει και για αυτό που ο συνομιλητής ισχυρίζεται, κάνει, επικαλείται, και για το οποίο επαίρεται.

Παραπλήσια Νοήματα: μια νύχτα δική μου ολοκληρη η ζωή σου, όταν εσύ πήγαινες εγώ ερχόμουνα, όταν εσύ ερχόσουνα, εγώ ξαναπήγαινα, τσάκω πίκω μπιρμπιλίκο, τι να μας πεις κι εσύ απτη ζωή σου κλπ, ποιος σε γαμεί εσένα;.
Καλιαρντό, τουλάχιστον ως νόημα...

Κλασική περίπτωση χρήσης η ομώνυμη ταινία με Τσάκωνα, βλ. εδώ [αλλάζοντας στο url το ελληνικό ερωτηματικό με λατινικό].

μεσοβέζικο μήντιο από την ταινία του παραδέιγματος (από xalikoutis, 10/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified