Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαγάς, ο λαίμαργος, η καταβόθρα κλπ. Μεταφορικά γενικά ο άπληστος.

Εκ του «φα- (=ρίζα του αορίστου του ρήματος «τρώω») + ούλας», με παρεπίδραση του «φά 'τα ούλα» (=φάε τα όλα«).

- Σιγά ρε φαταούλα, θα μας φας κι εμάς να 'ουμ....

Μαντέψτε ποιός είναι ο φαταούλας. 1. O χαζούλης 2. Αυτός του οποίου το βλέμμα σπινθηροβολεί λιποπρωτεΐνες δ) all of the above (από Vrastaman, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφιλής επωνυμία εταιρειών που ασχολούνται με την εκκένωση βοθροδεξαμενών. Επίσης χαϊδευτικό προσωνύμιο των ίδιων των βυτιοφόρων. Εξίσου αγαπητό και το «Αχόρταγος».

- Τι βρώμα είναι αυτή;
- Έχει πιάσει δουλειά ένας φαταούλας στη γωνία, πλημμύρισε ένας βόθρος...
- Αάααχ, ανάσανα!...

Μετα-φαταούλας (από Vrastaman, 15/11/08)"Τα σκατά σας είναι ψωμί και βούτυρο για μένα". (από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός και λιγάκι απαρχαιωμένος όρος που προέρχεται ή έστω διαδόθηκε από την ιδιόλεκτο των χάπατων στα 90's και που περιγράφει την ευφοριογόνο (αγαπογόνο ίσως) ψυχοτρόπο δράση διάφορων ουσιών (με πατριάρχη το eψιλον), σε αντιδιαστολή προς την παραισθησιογόνο (που εξασφαλίζεται από τη συνομοταξία των τριπακίων).

Συντάσσεται με το «δίνω», «βγάζω», σπανιώτατα «σκάω φήλινγκ». Πιο ιδιότροπη και τώρα πιο διαδεδομένη η χρήση ως περιγραφή του γενικού κλίματος και συναισθήματος που αποπνέει ένας μέρος και μια κατάσταση.

Ακόμα πιο ιδιότροπη η χρήση του ως περιγραφή της «αύρας» ενός ατόμου (βλ. παράδειγμα).

- Τι λέει ο καινούργιος συνάδελφος; - Καλά με τον καΐλα δε βγάζεις άκρη... Τον έχωσα λίγο να βοηθήσει στο πατάρι και άρχισε και μου λέγε «Αδερφέ, το φήλινγκ σου, την αλήθεια σου να μη χάσεις, αυτό έχει σημασία». Τα πιάσαμε τα λεφτά μας λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Φιλάκι;» με ερωτηματικό/παραινετικό τόνο και με υπόδειξη του πλαϊνού της σιαγόνας, είναι μια σαχλαμαρίτσα που μπορεί κανείς -αρσενικός- να πει για χαβαλέ στο συνομιλητή του -επίσης αρσενικό-, όταν μόλις του έχει κάνει ή πει κάτι που τον έχει εκνευρίσει πολύ (π.χ. χώνεις κάποιον για δουλειά, ή την έχεις βγεις από πάνω με μεγαλείωδη τρόπο σε κάποιο θέμα, γενικά τον έχεις κάνει να φάει ήττα και να σπαστεί με αυτό, και μετά με πολύ γλυκό τρόπο του ζητάς το «φιλάκι» της συμφιλίωσης, και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο). Είναι αρκετά ηδονικό να το κάνεις μπροστά στη χολωμένη μάπα του άλλου. Αυτή η γλυκούτσικη χειρονομία προέρχεται από την κουλτούρα του γουτσισμού, ενδεχομένως και του παιδαγωγικά απαράδεκτου γουτσισμού μεταξύ γονέων και τέκνων.

Φυσικά, όσοι το λέμε -μεταξύ αυτών και εγώ- πιθηκίζουμε -ακόμη...- το Vinz (Vincent Cassel), που το έλεγε στον Saïd (Saïd Taghmaoui), στο «Μίσος» του Κασοβίτς.

- Ε γάμησε με ρε μαλάκα, πουτάνα η Μαρία, ψώλα η Μαρία... μαλάκα, ε μαλάκα... στ' αρχίδια μου στο κάτω κάτω...
- Σε πειράζει φίλε μου βλέπω... η αλήθεια πονάει... στις δυο βδομάδες απάνω την έλεγες «ο άνθρωπος μου» να σου θυμήσω... εγώ στα 'λεγα...
- Ναι ρε μαλάκα, με πειράζει, τι θες τώρα να 'ούμε...
- Τίποτα τίποτα... φιλάκι;

στο μυαλό των ηρώων (από xalikoutis, 01/12/08) (από xalikoutis, 22/10/09)(από xalikoutis, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπακαλιάρος στην Κρήτη, προφ ο παστός, τι παστός, δηλαδή, αλίπαστος και βάλε! Γιατί ήταν κάποτε το φτηνό διαθέσιμο ψάρι, ειδικά στην σχετικώς μακρινή από τη θάλασσα ενδοχώρα.

Ηταν "πιστός φίλος" των Πορτογάλων, "ψάρι του βουνού" το έλεγαν οι Ισπανοί, "Φτωχογιάννη" οι Κρητικοί, άλλαξε το διατροφικό χάρτη της Ευρώπης. Στα παραθαλάσσια μέρη είναι εύκολο να βρεθεί ψάρι, στα ενδότερα όμως ο παστός μπακαλιάρος δίνει τη λύση, φτηνή και νόστιμη». πηγή

Η τιμή του παστού μπακαλιάρου φαίνεται πως ήταν προσιτή. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει πως στο χρηματιστήριο της αγοράς τροφίμων ένα κιλό μπακαλιάρος πήγαινε ένα κιλό λάδι όσο θυμόταν! Προχθές που τον αγόρασα 11 ευρώ είχε το κιλό. Το λάδι φέτος ίσα που ξεπερνά τα 2 ευρώ! Αχ γιαγιά που είσαι να δεις πως έγινε είδος πολυτελείας ο φτωχογιάννης! πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για καρακλάσικ έκφραση της καθομιλουμένης με πρώτο νόημα την δυσπιστία αλλά έχει καταλήξει να σημαίνει κυρίως την πολύ μεγάλη έκπληξη.

Δηλώνει ακριβώς το σημείο στο οποίο η μεγάλη έκπληξη, η οποία εκφράζεται με το επίσης καρακλάσικ έλα ρε! [ * ], κατά κάποιο τρόπο λεβελιάζει και αγγίζει τη δυσπιστία, δε μπορεί, δηλαδή, παρά να δηλωθεί με κάτι που να δηλώνει δυσπιστία (δηλαδή, ακριβώς με το φύγε ρε).

- Δε σ'τα λεγα εγώ;
- Τι έγινε ρε;
- Τι λέγαμε χθες; Αυτό που σου λέγα, ακριβώς όπως σου τό' λεγα...
- Έλα ρε φίλε!
- Α-κρι-βώς όπως σου τό λεγα!
- Φύγε ρε!
- Αμέ...
- Έλα ρε!
- Ναι σου λέω!
- Φύγε ρε!

Μεγαλειώδες νομίζω αυτό το έλα ρε!-> φύγε ρε!-> έλα ρε!-> φύγε ρε! εκκρεμές της έκπληξης - δυσπιστίας, στο οποίο υπολειμματικά απηχεί ακόμη κάτι από την γενεσιουργό - εικάζω - συνοδευτική σλανγκική κινησιο-χειρονομία, δηλαδή, το να πιάνεις τον άλλο από μανίκι, γιακά ή όπου για να τον φέρεις κοντά σου και να εξετάσεις π.χ. στο πρόσωπό του αν λέει αλήθεια ("έλα ρε!, τι είναι αυτά που μου λες;!") και όταν αυτός επιμείνει ότι λέει αλήθεια, τον σπρώχνεις, τον απωθείς, επειδή δε σε έπεισε και καλά ("φύγε ρε, τι είναι αυτά που μου λες;!") και για να τον εξετάσεις και εκ του μακρόθεν.

  • Απαντά επίσης ως: άντε φύγε ρε!
  • Πιο λάιτ, ευγενική, και σε καποιο βαθμο δήθεν εκδοχή: άντε ρε!
  • Επιπλέον έμφαση με το: σήκω φύγε (ρε)! ή το φύγε ρε τώρα!
  • Συνώνυμα, πιο ισχυρά: άντε χάσου ρε, άντε φύγε ρε, χέσε με, α στο διάολο
  • Απαντά επίσης, ας πούμε, ελλειπτικά ως: φύγε!
  • Σπανίως και κάπως διαλεκτικά με το φεύγα ρε!
  • Συνοδεύεται ή αντικαθίσταται από το πιο επιφωνηματικό: ώπα ρε! αλλά ακριβέστερα με το ουστ ρε (σιγά μη σε πιστέψουμε).
  • Αντίστοιχα αμερικλάνικα (και για το έλα ρε τώρα!): give me a break, get outta here, shut up
  • Αντίστοιχα αγγλικά: go away! και ως fuck off!
  • Στην Κρήτη (Ανώγεια) ακούγεται και το: άμε μπρε να πα χωστείς (=πήγαινε κρύψου)
  • Με μια δόση δυσπιστίας: ποιο;, πού;

[ * ]Το λήμμα που μας θύμισε/ενέπνευσε το παρόν λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός υποτιμητικός χαρακτηρισμός για εφημερίδες, κίτρινες και μη, που «περνάνε γραμμή». Κυρίως αναφέρεται σε εφημερίδες που εξυπηρετούν το status quo - εξού και ο δημοφιλής αριστερός χαρακτηρισμός «αστικές φυλλάδες». Οι συγκεκριμένες φυλλάδες, λόγω της αφόρητης πλήξης που προκαλεί η ανάγνωσή τους, ούτε για χεστικό δεν κάνουν, σε αντίθεση με τις τσοντοφυλλάδες που ενδείκνυνται ως ένα σημείο.

Σε περιόδους ραγδαίας οικονομικής ανόδου ή πτώσης, οι φυλλάδες αποκτούν έντονη πανικοβλαμμένη σομόν απόχρωση.

Πλέον, κυριαρχούν οι freeλλάδες, ειδικά στις ηλικίες 15-45.

- Ξεκόλλα ρε μαλάκα, καλά τα λέει η Τυποελευθερία....
- Ποια ρε μαλάκα, η παλιοφυλλάδα του Γετόπουλου;

μια τοπική παλιοφυλλάδα  (από xalikoutis, 12/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.

Εκ του «φύρα + μυαλό».

- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified