Κάπως απαρχαιώμενος τρόπος να δηλωθεί κορεσμός από κάποιο έδεσμα - με έμφαση στο λάδι.
Πλέον χρησιμοποιείται κυρίως από έμπειρα γκαρσόνια ταβέρνας που προσπαθούν να σπρώξουν κάποιο επιπλέον πιάτο σε πελάτη που κάνει κράτει.

- Να βάλω αδελφέ και μια αγγουροντομάτα να λιγδώσει τ' άντερο, να σε πιάσει να 'ούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκρατιέμαι, δεν παρασύρομαι σε απολαύσεις κάθε είδους.

  1. Θα 'θελα να σου τα χώσω στο επόμενο κομμάτι
    να σου σκάσω μια σφαλιάρα να σου γύριζε το μάτι
    να μου λένε κάνε κράτει και εγώ να μην κρατιέμαι
    να 'χεις κόλλημα μαζί μου και εγώ μ' άλλες να γαμιέμαι
    να κάναμε το βράδυ με τη φίλη σου παρτούζα
    να σου έραβα τα χείλη όπως κάνει η Yakuza

(από στίχους των UKSQUAD - ποιών;!)

  1. - Η Ελένη σε όλη την διάρκεια της εγκυμοσύνης τρώει τα πάντα, κάνε κράτει κορίτσι μου, σε λίγο θα φας και τα παγάκια!!

(από περιγραφή βίντεο με τη Μεναγάκη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή και επίταση της συμβατικής βρισιάς «γαμώ το μουνί που σε γέννησε». Κάνει τη γέννα (του υβριζόμενου) να ακούγεται ως εναπόθεση επιπλέον σκουπιδιών στον κόσμο, αλλά και το μουνί (της μάνας του) ως πρωκτό, τον ίδιο ως κουράδα κλπ...

(Παράβαλε και «το μουνί που σε ξέρναγε»)

Νομίζω ότι η όλη φράση απέκτησε μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νοητικές παραστάσεις και εικόνες μετά το παλιό ανέκδοτο που φωνάζουν το Σαργκάνη στο μαιευτήριο.

Στερεότυπα: «γαμώ το μουνί που σε πέταγε, ρε».

Το μουνί που τα πέταγε. (από Galadriel, 18/03/09)(από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαξιμαλιστική, αόριστη και συμπεριληπτική κατηγορία του όντος. Το 92,3% του πληθυσμού έχει και κάτι αγάμητο (προσοχή: τόσο όσον αφορά την ατομική του ανατομία, όσο και τον οικογενειακό περίγυρο [«έχω αγάμητο -η αδερφή/ό, παππού, θείο, θεία, μπατζανάκη κλπ), και αυτή του η ευρέως νοούμενη παρθενία υφίσταται πιέσεις όταν δεχθεί αυτή τη βρισιά.

Στερεοτυπικά: «θα σου γαμήσω ό, τι έχεις αγάμητο».

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος υπενθύμισης προς άρρενες ότι ο σκεμπές δεν κρύβεται όσο και να ζώνει κανείς ψηλά το παντελόνι (βερμούδα, μαγιώ [!] κλπ) πάνω από τον αφαλό ... και ότι γενικά ότι δεν είναι και πολύ κολακευτικό να ζώνεται κανείς μέχρι τα πλευρά.
Πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδεκτό να ζώνεται κανείς έτσι τρόπο ζωσίματος σε περασμένες δεκαετίες όταν και ο σκεμπές ήταν πιο αποδεκτός και προσέδιδε γοητεία.

Ωραία η βερμουδίτσα Αντώνη, αλλά σε σφίγγει λίγο στις μασχάλες...

όπως βλέπετε, μπορεί να γίνει και με φυσεκλίκια (από xalikoutis, 22/08/08)Οβελίξ (από allivegp, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντι του έλεος.
'Ελεος + Ίλεως (Από το τραγούδι του Μαρκόπουλου «Ζαβαρακατρανέμια») = ίλεος

Ίλεος ρε, της έριξες τέτοιο μπινελίκι και ακόμα προσπαθεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον τοπικό (Κρήτη, Χανιά), αυτός που φλυαρεί και λέει βλακείες, ή και τα μασάει, εν μέρει συνώνυμο του χαλικούτης, χαλικουτίζω.

- Μίλα καθαρά ρε αμπλαούμπλη, τί σού 'πε δηλαδή και παρεξηγήθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κούργιαλος / κουργιάλι / κουργιαλιά

Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Χρησιμοποιούνταν στα Χανιά, τείνει να αντικατασταθεί από το πέτσακας, ο, πετσί, το.

- Δεν πέρασε πανελλήνιες και δουλεύει στου θείου του στο χωριό και το παίζει κούργιαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος».

πετσί=το δέρμα.

Πού πήγατε; Στο αριστερό μπητσόμπαρο; Εκεί ρε μαζεύονται όλα τα πετσιά, καλοί είσαστε και σεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά στα Χανιά, σημαίνει χαμένος, σε σύγχυση, και γενικά άγαρμπος, βλάκας. Μπαραμπάκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο στα Χανιά, γραφικός που όργωνε την πόλη και κάποιοι λένε ότι ζητιάνευε με τη φράση «βοήθεια το μπαραμπάκο».

Ως πιτσιρικάδες τη χρησιμοποιούσαμε πολύ στη μπάλα, π.χ. όταν κάποιος δεν έμπαινε στο νόημα σε έξυπνη πάσα και πήγαινε γι΄άλλα («πού πας ρε μπαραμπάκο!«), ως το διαμετρικά αντίθετο του Σαραβάκου και λόγω φωνητικής συγγένειας). Επίσης: μπαραμπάκουλας.
Μπορεί να είναι και σκληρή βρισιά, καθώς δηλώνει εντοπιότητα.

- Κοίτα ρε τον μαλάκα που πάλι περνάει και δε μιλάει...
- Άστονε μωρέ τον μπαραμπάκο...

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified