Η φράση προέρχεται από εργασιακό χώρο και είναι φυσικά αυτοαναιρετική: κάποιος σου ζητάει μια χάρη ή βοήθεια πάνω στη δουλειά (ημι-φιλικό χώσιμο). Εσύ προσποιείσαι αρχικά τον ικανότερο, συναδελφικότερο και σεμνότερο των υπαλλήλων, τον υπερανθρώπινο πόρο Γουίνστον Γουλφ, λέγοντάς του αυτό το δωρικά ανακουφιστικό και απέριττα μεγαλοπρεπές «Άσ' το!».

Μετά έρχεται η σκληρή αναίρεση-προσγείωση με το «κάν' το συ»... και τέλος! ολωνών έχει πήξελιάσει το μουνί. Άντε να 'ούμε, έχετε βρει το μαλάκα μου φαίνεται...

Περικλής: - Ρε Βαγγέλα, να σου πω ρε φίλε δυο λεπτά, πάμε στην κουζίνα...(Κουζίνα)... Λοιπόν, ρε συ, δε με φτάνανε όλα τα άλλα, μ' έβαλε να φτιάξω και το μπάτζετ για την Μποτάκης - Κορδόνη
Βαγγέλας: - Ε;
Π: - Ε, ναι ρε συ, ξέρεις ότι εγώ με τα μπάτζετ δεν το 'χω, όχι τίποτ' άλλο ρε φίλε, αλλά άμα δε φύγει το ρηπόρτ θα πάρουμε φράγκα όλοι στο αγελαδοκούρεμα... Εσύ τώρα είσαι πιο χαλαρός σ' άκουσα που τό 'λεγες ρε συ, και το 'χεις με τα οικονομικά... ξέρω γω να 'ούμε...;;;
Β: - ... Άστο...
Π: - ... Λες ρε φίλε... δηλαδή, τό' χεις;... τι άσ' το;
Β: - Άσ' το λέμε... κάν' το συ!
- ...
Π: - Έ, α γαμήσου ρε μαλάκα, εγώ φταίω που σου μιλάω, αφού όλη μέρα ρε τρόμπα στο σλάνγν τζηαρ είσαι, μαλάκα...
Β: - χμμμμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει απλώς «μουνάρα».

Όσο να 'ναι, δεν ξεκινάνε όλοι οι άνθρωποι στους στίβους της ζωής από την ίδια αφετηρία, και στον κάθε στίβο –όχι μόνο το πανεπιστήμιο, φυσικά, παντού–, το να κάθεσαι στον αφέτη βοηθάει την κατάσταση σου. Μπρος στο νινί deluxe τύφλα να 'χει το bluetooth, κάνεις τη δουλειά σου και μ' αυτό δηλαδή, αλλά καράβι δύσκολα σέρνεις.

Στην Αργεντινή, πάντως, ο συγγραφέας Gonzalo Otalora έχει αρχίσει καμπάνια για τη φορολόγηση της ομορφιάς (βλ. εδώ).

(Η φράση είναι φίλου μου, αλλά νομίζω αξίζει –και για να αποκαταστήσω και μια παράλειψη– να πω ότι ήταν κάποιος φίλος αυτού του φίλου μου που είχε πει τη φράση όλα τα λέιζερ πάνω μου. Είχε χτίσει ως φοιτητής τα κωλόμπαρα της Βουλγαρίας).

- Γεννήθηκε μ' ένα διδακτορικό δικέ μου η Λίλιαν....
- Πάνω σε ποιο θέμα;
- Σ' όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).

Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.

βλ. φωτό

(από xalikoutis, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αναφέρεται στην ικανότητα εξωτερίκευσης του εσωτερικού διαλόγου με τον οποίο λειτουργεί η συνείδηση (διυποκειμενικότητα)...ή πιο απλά για τον πολυλογά και κατά κανόνα παπαρολόγο ή και μπουρμπούραγα άθρωπο. Στην τηλεόραση βάζει μια άνω τελεία και δίνει το λόγο στον εαυτό του. Στην καθημερινότητα μονοπωλεί τη συζήτηση, τη γνώση και την άποψη (προσοχή, καμιά φορά στην αρχή της συναναστροφής οι συγκεκριμένοι τύποι είναι λιγομίλητοι - τελούν σε φάση φόρτισης).

- Με ζάλισε πάλι ο Αριστοτέλης...τι ήτανε να του μιλήσω, όλα τα είπε πάλι μόνος του...
- Καλά δεν τό ξερες; Ο τύπος διακόπτει τον εαυτό του λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ ηλίθια φράση που γνωρίζει εδώ και κάποιο καιρό διάδοση στην Κρήτη και ακούγεται αρκετά στο ξεκούδουνο. Η φράση προέρχεται από την εξής εντελώς σκυλαδονταλκαδιάρικη ω' διαλογής μαντινάδα του Ζερβάκη,

αφήστε με να εκφραστώ, αφήστε με να ζήσω
έχω πολλά παράπονα θέλω να τραγουδήσω

που ακριβώς λόγω του ότι συνδυάζει
- πρωτευουσιάνικες λέξεις όπως το «εκφραστώ»
- πρωτευουσιάνικα νοήματα, όπως την ελευθερία της έκφρασης
- νταλκαδιάρικο και πολλά βαρύ αίσθημα
- το ψευτοκουλτουρέ παραδοσιακό/έντεχνο μοτίβο του ανθρώπου που αναπνέει μέσα από το τραγούδι του
- το μοτίβο του περπατημένου αδικημένου λεβέντη
- μηδέν ποιότητα

αποκρυσταλλώνει αυτή τη σχιζοφρενική γυφτομπαρόκ αισθητική που τόσο αρέσει στους Κρητικούς και τους συμπαθούντες τελευταία.....

Η φράση φυσικά ως έχει δεν είναι σλανγκ. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η μαντινάδα αναφέρεται στην ελευθερία της έκφρασης, προσφέρεται για την καφρίλα γκαρίζω για σπάσιμο, για πλάκα, επειδή απλά είμαι φωνακλάς και έχω κέφια.....έτσι, όταν λέγεται όχι απλά δυνατά, αλλά γκαριχτά, με προφορά λυράρη, και με κλιμάκωση προς την έκσταση, ειδικά συνοδεία αλκοόλ, είναι μια καφρίλα πρώτης γραμμής.

Μανώλης μπάινει στο δωμάτιο όπου οι φίλοι του ψωλαρμενίζουν αφηρημένοι στον υπολογιστή

- Ρε κοπέλια να σας πω κάτι, ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΤΩ, ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΖΗΣΩ!!!
- Σκάσε ρε Μαλάκα να ' ουμ στ' αφτιά μου μέσα γκαρίζεις....
- Τι γκαρίζεις ρε μαλάκα, πιωμένος είσαι πάλι....

θεός (από xalikoutis, 29/10/08)ο δίσκος μου κυκλοφορεί από την PRIVATE  (από xalikoutis, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο όταν πράττει χωρίς έλεγχο κι αυτόβουλα, με σταρχιδέ διάθεση, αδιαφορία για τις συνέπειες, όλ' αυτά με την κακή έννοια, ότι βλάφτουν, δηλαδή, τους άλλους. Με άλλα λόγια, μια διεύρυνση και μια ψιλοχοντροδιολίσθηση έχει αρχίσει και παρατηρείται στο νόημα της λέξης, γιατί το να μη φορολογείσαι και να φοροδιαφεύγεις ήταν ένα κατά λίγο πολύ συγγνωστό παράπτωμα, αλλά τώρα έχει αρχίσει και ενοχλεί το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή τον καθένα μας ατομικά που νιώθει o μαλάκας της παρέας επειδή πληρώνει.

Κάτι σαν το πατρινό ερήμη.

  1. - Έρχεσαι ρε μαλάκα έτσι αφορολόγητος στο γραφείο ενώ λείπω και αρχίζεις τα τηλέφωνα σε κινητά κι όλα, κάτσε ρε μαλάκα...
    - Θα στα πληρώσω ρε φίλε! 27 του μήνα περιμένω κάτι λεφτά, πώς κάνεις έτσι!

  2. - Το παιδάκι έχει πρόβλημα, μπαίνει αφορολόγητο στο γραφείο των δασκάλων και παίρνει τις μπάλες και φωνάζουν οι γυμναστές, πρέπει κάτι να γίνει!
    - Αν είναι δυνατόν! Βεβαίως και κάτι πρέπει να γίνει.

  3. - Με έχει κουράσει, είναι τελείως γεια σου, σκάει αφορολόγητος ό,τι ώρα νά' ναι και θέλει να του πληρώνω ακόμα και την κόκα κόλα.
    - Κι εσύ όμως τον έχεις ευνουχίσει τον άνθρωπα...
    - Ναι, μωρέ, τον αγαπάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ σωστό, πολύ καλής ποιότητας, λα κρεμ ντε λα κρεμ. Επίσης, ωραία κατάσταση.

- Πώς το βλέπεις το γκομενάκι;
- Αφρός... σού 'κατσε δικέ μου, για ξεχειμώνιασμα ό,τι πρέπει...

(από nick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί αρρένων, αυτός που δεν έχει χύσει, ο αγάμητος. Σπανιότερα, αυτός που δεν έχει καν εκτονώσει χειροδικώντας τη σωρευμένη ψυχοσωματική αγανάκτηση που του προκαλεί η παρατεταμένη κατακράτηση φλοκίων, με αποτέλεσμα το γνωστό ανοϊκό σύνδρομο.

Επί θηλέων, αυτή που δεν την έχουν χύσει, η άπαρτη, η αγάμητη, η παρθενοπιπίτσα, η χριστιανόφουστα κλπ.

Τη λέξη χρησιμοποιεί ο σταρ των Θεσσαλονικιώτικων cult αθλητικών εκπομπών Κωστής Ραπτόπουλος. Η παρεπίδραση της Αφύτου Χαλκιδικήςστο σχηματισμό της λέξης είναι πιθανή.

...34 χρονών και δεν ξέρετε τη λέξη επιβήτορας, ή άχυτη είστε ή... (βλ. βίντεο)

(από xalikoutis, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που συνοδεύει την επαναδιατάξη μαλαπέρδας και καμπανελιών, τα οποία έχουν μετατοπιστει σε άβολη ή και επώδυνη θέση λόγω έντονης -λέμε τώρα- σωματικής προσπάθειας ή ξεχειλωμένου εσώβρακου, ή -συνηθέστερα- και των δύο.

Γίνεται και λέγεται χαρακτηριστικά σε άκυρες στιγμές και κενό επικοινωνιακά χρόνο, δλδ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φράση/χειρονομία αντίστοιχη του σε συνδέω (με Κάιρο).

- Λοιπόν, απορώ με σένα ρε φίλε, πώς μπορείς να βγαίνεις κάθε βράδυ με αυτούς τους...
- Μισό λεπτό, να βάλω τα πράγματα στη θέση τους... αααχ, έτσι είναι καλύτερα... τι έλεγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει διαβάλλω, βάζω λόγια. Από Χανιά μεριά, όπου τσίτες=αγκάθια (αλλά και ψαροκόκκαλα). Απαντά και ως «tsites putting».

- Γιατί ρε βάζεις τσίτες της γκόμενάς μου ότι δεν είμαι για σχέση και μαλακίες...
- Προσπαθώ να τη γαμήσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified