Έκφραση που περιγράφει την αλλοπρόσαλλη και εκτός εαυτού κατάσταση που έχει παρέλθει κάποιος, κυρίως λόγω αλκοόλ και λοιπών ουσιών. Η μαγεία της κρύβεται στην μεταφορική και κυριολεκτική ερμηνεία της.

Μεταφορικά μιλώντας, η έκφραση παρομοιάζει το υποκείμενο με ένα μαινόμενο άλογο που χλιμιντρίζει πλέον, αντί να μιλάει, καλπάζει ελεύθερο δεξιά και αριστερά, δίχως ίχνος κούρασης η αντίληψης του χώρου και του χρόνου,προσπαθώντας να τερματίσει μια απροσδιόριστη διαδρομή που ούτε το ίδιο δεν γνωρίζει. Ένα ατίθασο άτι, απελευθερωμένο από τον ζυγό της βάρβαρης σοβαρότητας.

Σε κυριολεκτικό επίπεδο το νόημα βρίσκεται πίσω από την έλλειψη λογικής που διέπει κάθε πράξη του υποκειμένου, καθώς επίσης και στην ανικανότητα του να αρθρώσει μια απλή πρόταση ή/ και λέξη.

Άλογο έγινε πάλι χθες ο Βασιλάκης...Ξεκίνησε την τσέτσα από το απόγευμα και κατά τις 12 άρχισε να χλιμιντρίζει. Στο τέλος φάσωνε κάτι αγάλματα που παίζαν παραπέρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η αμοιβαία χειροκίνητη ευχαρίστηση μεταξύ αντρών με τα χέρια τους σε στάση χιαστί. Πιο απλά: τα παλικάρια βρίσκονται δίπλα καθιστοί και τα χέρια τους διασταυρώνονται κατά την χειράντληση σπέρματος που κάνει ο ένας στον άλλο.

Προφανώς από τις λέξεις σταυρός + μινάρω (μαλακίζω). Από Πατρινό την άκουσα.

- Νικολάκη, μιας και περιμένουμε εδώ τόση ώρα δίπλα, δεν αφήνουμε τα τυπικά να κάνουμε καμιά σταυρομιναριά, να γουστάρουμε, να περάσει και η ώρα;

(από Vrastaman, 29/01/10)ordo ad fratres faciendum - παρ\' ημίν αδελφοποίησις και πιο πρόσφατα μπρατίμια ή βλάμηδες. Οι Αρβανίτες εν Αχαΐα δεν σπανίζουν... (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός ταρζανιάς, μαγκαϊβεριάς και νιντζίτσου.

Το κομαντιλίκι αποτελεί μόντα που απαιτεί την πνευματική εγρήγορση, οξυδέρκεια και εφευρετικότητα, τόσο για τη σύλληψή της όσο και την σωστή εκτέλεση της, και επίσης πρέπει να είσαι και κομάντο ώστε να μπορεί και το σώμα να συμμετάσχει στη φοβερή ιδεάρα που κατέβασες, δηλαδή απαιτεί να μην είσαι ξύστης και κουράδας, να μπορείς ρε παλικάρι να πηδήξεις μια μάντρα έστω. Είναι μια τέχνη σκοτεινή, που απαιτεί ένα πλάνο που αυτοσχεδιάζεις πάνω του και το ρίσκο ίσως να βρεθείς χτυπημένος μέχρι και ψιλοσακατεμένος.

— Πού πάει αυτός ρε με τα σχοινιά και τους γάτζους;
— Πάει για κομαντιλίκι, θα πηδήξει στην συναυλία σκαρφαλώνοντας στον τοίχο και θα πετάξει κροτίδα στην αντίθετη μεριά για να αποσπάσει τους σεκιουριτάδες. Και αν όλα πάνε καλά θα μας ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα κόβοντας με τον κόφτη το λουκέτο...
— Πςςςςς, νίντζα το παλικάρι..
— Ε ναι...

Βλέπε και γουίνστον γουλφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροσκοπικά πράσινα πλασματάκια που έχουν βαλθεί να σου κάνουν την ζωή δύσκολη... Τα πράσινα μπίου-μπίου αρέσκονται κατά βάση να σου κάνουν χουνέρια και χαζομαρίτσες για να σε σκαλώνουν όταν δεν πρέπει... Αυτά σου μπερδεύουν τις κάλτσες μεταξύ τους και ψάχνεις σα μαλάκας να βρεις την άλλη κάλτσα, σου κρύβουν τα κλειδιά πριν φύγεις και αργείς μια ώρα, αλλάζουν ξαφνικά το κανάλι ή το κομμάτι που παίζει, όλα αυτά με σκοπό να σκαλώνεις ή/και να βρίζεις την τύχη σου. Αγαπημένα θύματα τους βέβαια είναι οι απανταχού μεθυσμένοι, χασικλήδες, πρεζάκηδες και λοιποί λιωμήδες... Μην γελάτε! Το ξέρετε και σεις ότι υπάρχουν!

  1. - Άσε ρε μια ώρα έψαχνα το πορτοφόλι μου, τα πράσινα μπίου-μπίου το 'χαν κρύψει στο ψυγείο..
    - Τι λες ρε μαλάκα, πόσο μαστουρωμένος ήσουν;

  2. - Ποιον βρίζει ρε τόση ώρα μόνος του εκείνος ο καΐλας;
    - Τα πράσινα μπίου-μπίου μάλλον, κάτι θα του κάναν πάλι.

(από xalikoutis, 14/09/08)Κάτι ανάλογο από τον Μητσικώστα. Στο 1:14. Για να βγάλετε όμως νόημα (αλλά και επειδή αξίζει) δείτε το όλο! (από patsis, 29/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που τρως το σώμα και πετάς το κεφάλι, όπως με την γαρίδα. Είναι συχνός τύπος γκόμενας, που μπορεί να μην το παραδέχονται όλοι, αλλά όλοι θα ψηνόμασταν λιγάκι να την «φάμε».
Η γκόμενα γαρίδα, που συνήθως από πίσω την βλέπουμε και την λιγουρευόμαστε, αλλά τρομάζουμε όταν την βλέπουμε από μπροστά, φοράει μόνο προκλητικά ρούχα που αναδεικνύουν καμπύλες και πολύ γυμνή σάρκα, τα μαλλιά της είναι πολύ εντυπωσιακά και ψαρωτικά και γενικά φαίνεται αρχικά πολύ καύλα. Αλλά δυστυχώς το πρόσωπό της σε κάνει να αναρωτιέσαι ποια βιβλική κατάρα έπεσε πάνω της και έχει κάτι τόσο δυσανάλογο και χάλια με το σύνολο. Πιθανή λύση η σακούλα και μόνο πισοκωλλητό.
Από έναν φοιτητή στα Χανιά τό 'χω πρωτοακούσει. Είναι λίγο σεξιστικό αλλά τι να κάνουμε...

- Πωω πάρε εκείνη την ψηλή ξανθιά με την κωλάρα...
- ΡΕ, τι λες την ξέρω αυτήν. Μεγάλη γαρίδα σου λέω, δεν φαίνεται από εδώ... Γάμα την είναι η φάτσα της...
- Έλα ρε!...
- Ναι ρε άμα δεν έβγαζε και το μουστάκι θα ταν κανονική γκόμενα-γαρίδα η τύπισσα!!

(από beth, 21/09/08)Ο Μύθος του Καβαλάρη Ακέφαλων Γαρίδων (από Vrastaman, 22/09/08)

Ακόμη: γυναίκα-γαρίδα, ή απλά γαρίδα. Σύγκρινε: γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλάρα που σε κολάζει... Με το που την βλέπεις νιώθεις το πυρ το εξώτερον στην μαλαπέρδα σου. Από το μυαλό σου περνάν όλες οι ακολασίες που μπορείς να της κάνεις.

Τα μαρτύρια δεν λείπουν βέβαια από την κόλαση, αφού ξέρεις ότι αυτήν την θεσπέσια κωλάρα όσο και αν καίγεσαι δεν μπορείς να πας να την γραπώσεις!

(βλ. φωτό)

(από beth, 27/07/09)(από beth, 27/07/09)

Δες και κώλος αναφοράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ονομασία που επικρατεί στα βόρεια για την μαγιονέζα, την σως πάπρικα και ό,τι μπαίνει σε σάντουιτς που αλείφεται(!). Προσοχή όμως! Τζατζίκι, τυροκαυτερή, κηπουρού και ότι άλλο περιέχει κάτι σε κρέας, λαχανικό ή οπωροκηπευτικό δεν είναι αλοιφή, αλλά «σαλάτα».

– Φιλλλαράκι, αλοιφή να σε βάλω στη πίτα;
– Βάλε λίγη bepanthol γιατί μου 'χει καεί η γλώσσα.
– Αααα, Αθηνέζος είσαι φιλλλαράκι και λες τόσο ωραία αστεία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαθυστόχαστη ατάκα καθηγητών θετικών επιστημών που θέλουν να μειώσουν τους εκνευριστικούς συνάδελφους φιλόλογους. Η κόντρα αυτή είναι από παλιά γνωστή, καθώς όλοι θυμόμαστε από τα σχολικά μας χρόνια ότι πάντα φυσικοί, χημικοί και μαθηματικοί κάναν μεταξύ τους παρέα και όχι με φελόλογους. Ίσως επειδή συνηθίζεται η φιλόλογος να είναι γυναίκα, πιθανότατα σε κλιμακτήριο, με έλλειψη άντρα ή κάτι άλλο ρε πούστη –δεν ξέρω τι– που την στέλνει συνήθως στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και γενικά χαζής και λανθασμένης κρίσης. Ανατρέξτε στη μνήμη σας και όλοι σας θα είχατε μια βλαμμένη /-ο ρηχή /-ό φελόλογο που σας ζάλιζε και δεν εκτιμούσε το χιούμορ σας –μένοντας στην επιφάνεια χωρίς να κοιτάζει το βαθύ νόημα του χαβαλέ και του παλιμπαιδισμού– που βρήκε έπειτα από χρόνια εδώ την ενσάρκωσή του!

(Δεν έχω παράδειγμα, αλλά ό,τι και αν βρίσκεται καταχωρημένο στο slang ο/η φελόλογος θα ήθελε να το ρίξει στην πυρά μαζί με τον server!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-επιφώνημα που σου βγαίνει αυθόρμητα όταν:

α) Βρίσκεις τελικά την ουσία που έψαχνες απεγνωσμένα (πχ πέφτει τηλέφωνο ότι η φούντα είναι καθοδόν ή ανακάλυψες μια νταμιτζάνα τσιπουρίτη που την είχε καβατζώσει ο πατέρας σου).

β) Για γκομενοκαστάσεις που παραείναι καλές! (πχ γνωρίζετε γκομενοπαρέα που είναι μαστουρωμένες-σουρωμένες και καυλωμένες).

γ) Όταν σου κάθεται η λύση ενός πακέτου από το πουθενά (πχ έχεις γνωστό σε πόρτα συναυλίας και σε χώνει στη ζούλα).

Συνοψίζοντας μπορούμε γενικότερα να πούμε ότι χρησιμοποιείται είτε σε εκπλήρωση κάποιου πόθου είτε σε μια καλοδεχούμενη κωλοφαρδία.

Συντάσσεται συνήθως μαζί με τη λέξη μάγκα (πχ γίναμε μάγκες), για έμφαση ή για ένα τόνο χιούμορ.

- Σκάει το καυλί η Τζένη με τα τσόλια τις φίλες της σήμερα να μας βρουν!
- Γίναμε!!!

- Πωωω πωω, έγινα μάγκες!
- Τι ρε;
- Έρχεται δέμα με φαγιά αύριο από μάνα, και θα γίνουμε και με έλληνα απόψε!
- Αυτά είναι!

Δες και γίνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηδύποτο αισχίστου είδους και γεύσης που παράγεται κυρίως στη Αχαΐα. Η γεύση του είναι ασύμμετρα αηδιαστική σε βαθμό που να μην μπορεί να παρομοιαστεί με κάτι άλλο. Συνηθίζεται να σερβίρεται στο τέλος σε μαγαζιά της Πάτρας, αλλά λόγω της αθλιότητας του ακόμα και οι πιο τελειωμένοι αλκοολικοί φοιτητές δεν το πίνουν. Ορκισμένη φανατική της τεντούρας φαίνεται να είναι η γιαγιά στην κάβα πλησίον της Αγ. Νικολάου, όπου και πάλι όσες φορές όσοι και αν πάνε στη κάβα δεν ενδίδουν στο αποτρόπαιο κέρασμά της που ακούει στο όνομα τεντούρα...

- Να σας βάλω λίγη τεντούρα παιδιά;
- Εεε, όχι ευχαριστούμε άλλη φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified