Προσφώνηση, χρησιμοποιείται όπως το «μάγκα», «φίλε», «αρχηγέ».

Ρε ψηλέ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;

Σχετικά: γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της προσφώνησης «ψηλέ» ώστε να είναι πιο μάγκικη.

-Να σου πω ρε ψηλέα, θα κάνεις το κονέ με εκείνη την Κατερίνα που είχαμε βγει μαζί την άλλη φορά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρήμα, τα λεφτά.

-Αφού το βλέπεις, φαίνεται καθαρά, όλα για το χαρτί τα κάνει!
-Ε και τι περίμενες, να το κάνει για την ψυχή της μάνας του; Λες και δεν τον ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παραδοσιακός ελληνικός καφές φραπέ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως περιέχει περισσότερο γάλα παρά νερό, με αποτέλεσμα να πίνεις κάτι που μοιάζει με χτυπημένο γάλα με καφέ. Συνήθως συνοδεύεται με πολύ ζάχαρη.

- Έρχομαι από κει για καφέ. - OΚ, αλλά πάρε και ένα γάλα από το περίπτερο καθώς έρχεσαι γιατί έχω μόνο μισό λίτρο περίπου και δεν θα φτάσει για το φραπόγαλο που πίνεις εσύ!!
- Εξυπνάδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτιά, ο αναπτήρας.

- Δώσ' μου φόκο να ανάψω το τσιγάρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και στην γλώσσα των αυτοσχέδιων αγώνων αυτοκινήτου/μηχανών, εννοώντας πως αφήνω τον άλλον πίσω, πως έφαγε την σκόνη μου κτλ. Χρησιμοποιείται κυρίως από σπατάνια, κάγκουρες και μπουρναζιώτες, που ειδικεύονται στις κόντρες

Και με το που άναψε το φανάρι πράσινο και ξεκινήσαμε έφαγε τσάγια το άτομο. Ούτε με κιάλια δεν με έβλεπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω, αποχωρώ, την κάνω αλλά αρκετά πιο μάγκικα.

-Μάγκες βαρέθηκα εδώ. Την κανά και τα λέμε μετά.

την (Μελίνα) Κανά (από Jonas, 05/02/09)

βλ. και τιγκανά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, καλή φάση. Προέρχεται από την στρατιωτική αργκό αλλά πλέον έχει διαδοθεί και χρησιμοποιείται και στην καθομιλουμένη.

- Πώς περάσατε χτες το βράδυ στο πάρτυ;
- Τζάμι!!

"Έχω αλοιφή να σου δώσω, θα γίνει τζάμι" (από Galadriel, 01/12/09)

Βλ. και τζιτζί, τζιτζιλόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής. Από την «ταρίφα», το κόμιστρο δηλαδή της «κούρσας». Συχνά αναφέρεται και ως Κίτρινη Φυλή (από το κίτρινο χρώμα των ταξί στην Αθήνα), ταριφόπουλος και ταρίφογλου.

  1. Καθώς οδηγούσα στην Αλεξάνδρας πετάγεται ο ταρίφας από το στενό χωρίς καν να κοιτάξει. Του 'χωσα δυο φάσκελα και κάτι μπινελίκια και ηρέμησα.

  2. Αύριο έχουν απεργία οι ταρίφες, άδειοι θα είναι οι δρόμοι.

Ο Ταρίφας, με τον Σωτήρη Τζεβελέκο (από mpiftex, 05/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified