σκ, σουκού, σου κου

Το Σαββατοκύριακο.

Περίμενα πώς και πώς να έρθει το σου κου να πάω για κανένα μπάνιο, και Παρασκευή μεσημέρι μου λένε πως θα δουλεύω και Σάββατο και Κυριακή! Φταίω εγώ που τους διαολόστειλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν, διακόπτω την συζήτηση άλλων για να πω την γνώμη μου ή κάτι τελείως άσχετο.

- ...και οι έρευνες έδειξαν πως οι κλιματολογικές αλλαγές θα έχουν ως συνέπ... - Θα πάμε σε κανένα clubάκι το βράδυ; - Καλά εσύ τι πετάγεσαι σαν την πορδή, δεν βλέπεις πως συζητάμε;;

Μα μην πετάγεσαι ρε παιδάκι μου! Απαγορεύεται! (από Galadriel, 04/03/09)

Βλ. και σφηνόπουτσα, σαν πούτσα πετάγεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της προσφώνησης «ψηλέ» ώστε να είναι πιο μάγκικη.

-Να σου πω ρε ψηλέα, θα κάνεις το κονέ με εκείνη την Κατερίνα που είχαμε βγει μαζί την άλλη φορά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παραδοσιακός ελληνικός καφές φραπέ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως περιέχει περισσότερο γάλα παρά νερό, με αποτέλεσμα να πίνεις κάτι που μοιάζει με χτυπημένο γάλα με καφέ. Συνήθως συνοδεύεται με πολύ ζάχαρη.

- Έρχομαι από κει για καφέ. - OΚ, αλλά πάρε και ένα γάλα από το περίπτερο καθώς έρχεσαι γιατί έχω μόνο μισό λίτρο περίπου και δεν θα φτάσει για το φραπόγαλο που πίνεις εσύ!!
- Εξυπνάδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυριάρης, ο σπιούνος, ο ρουφιάνος. Αυτός που λέει τα μυστικά ή καταδίδει άλλους.

- Θα πούμε στον Γιώργο πως θα κάνουμε κοπάνα; - Τι σε αυτό το καρφί; Όχι βέβαια, αυτός θα πάει να το πει σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρτυρώ, λέω ένα μυστικό.

Κάποιος με κάρφωσε στην δασκάλα ότι έβαλα εγώ την πινέζα στην καρέκλα της γιατί μετά το μάθημα μου είπε να πάω στο γραφείο της! Αυτός ο σπασίκλας ο Γιώργος θα ήταν, είμαι σίγουρος!

Δες και καρφώνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάω επίμονα, κοζάρω.

Ρε η γκόμενα σε καρφώνει τόση ώρα, πρέπει να γουστάρει, θα πας να της μιλήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκφωνούμε συνήθως σε στιγμή εκνευρισμού και για να αποφύγουμε να βρίσουμε τα θεία. Στην κυριολεξία σημαίνει «γαμώ τον εξαναγκασμό μου» αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιείται μονάχα με αυτή την έννοια.

Πάλι έχασε η Newcastle γαμώ το στανιό μου. Στον κουβά και σήμερα το στοίχημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται από αυτούς που παίζουν στοίχημα, για να πουν πως έχασαν κάποιο ή κάποια από τα παιχνίδια που είχαν παίξει.

Πάλι στον κουβά ρε γαμώτο! Δυο εβδομάδες τώρα δεν έχω πάρει ούτε ευρώ! Μήπως να κόψω το στοίχημα και να αρχίσω το Kino;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified