Οι βλακείες, οι ασυναρτησίες ή και τα ψέματα.
- Και που λες, τους έδειρα και τους 4 συγχρόνως!
- Τι πίπες είναι αυτές που λες πάλι!!
Οι βλακείες, οι ασυναρτησίες ή και τα ψέματα.
- Και που λες, τους έδειρα και τους 4 συγχρόνως!
- Τι πίπες είναι αυτές που λες πάλι!!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.
Got a better definition? Add it!
Το παραδοσιακό ελληνικό σουβλάκι (αν και οι ρίζες του είναι ανατολικές), τυλιγμένο σε πίτα. Συνήθως με τζατζίκι και κρεμμύδι, αλλά υπάρχουν διάφορες παραλλαγές στα διάφορα μέρη τις Ελλάδας.
- Τι κρέπες και μαλακίες μωρέ; Πάμε να φάμε τίποτα πιτόγυρα, να πιούμε και μια δυο μπύρες να χορτάσουμε!
Got a better definition? Add it!
Φεύγω, την κάνω. Από το παίρνω τον πούλο.
Εγώ την πουλεύω, γιατί είχα πει στην Τόνια πως θα πάω να δω τους γονείς μου και αν με δει εδώ, θα γκρινιάζει μέχρι αύριο.
Got a better definition? Add it!
Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο στεγνός.
-Πήγα το πρωί και πλήρωσα εφορία, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο και κάτι γραμμάτια και έχω μείνει ρέστος. Να δω πώς θα βγει ο μήνας πάλι.
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
σκ, σουκού, σου κου
Το Σαββατοκύριακο.
Περίμενα πώς και πώς να έρθει το σου κου να πάω για κανένα μπάνιο, και Παρασκευή μεσημέρι μου λένε πως θα δουλεύω και Σάββατο και Κυριακή! Φταίω εγώ που τους διαολόστειλα;
Got a better definition? Add it!
Ηρεμώ, έρχομαι στα ίσα μου.
Δεν μπορώ άλλο με την δουλειά, πρέπει να πάρω άδεια να πάω διακοπές να στανιάρω.
Got a better definition? Add it!
Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο ρέστος.
- Δικέ μου έχεις κανένα κατοστάρικο να ταΐσουμε κανένα φλιπεράκι;
- Τι κατοστάρικο ρε 'συ; Αφού το ξέρεις, είμαι στεγνός εδώ και δυο μέρες. Ούτε τσιγάρα δεν έχω. Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται από αυτούς που παίζουν στοίχημα, για να πουν πως έχασαν κάποιο ή κάποια από τα παιχνίδια που είχαν παίξει.
Πάλι στον κουβά ρε γαμώτο! Δυο εβδομάδες τώρα δεν έχω πάρει ούτε ευρώ! Μήπως να κόψω το στοίχημα και να αρχίσω το Kino;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει πώρωση με τον στρατό.
Φοράει στρατιωτικά ρούχα, έχει όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ όπως μαχαίρια, στρατιωτική ταυτότητα, αρβύλες ακόμα και όπλα. Επίσης οι συμπεριφορά του και οι κουβέντες του γυρίζουν γύρω από θέματα του στρατού.
- Καλά δεν ξανακάνω το λάθος να πάω για καφέ με τον Γιώργο τον στρατόκαυλο... Όλη την ώρα μας έλεγε για τα Ο.Υ.Κ., πόσο γαμάτα είναι και πως τους εκπαιδεύουν κτλ. Λες και δεν ξέρουμε πως αυτός στον στρατό ήταν μάγειρας!!
Got a better definition? Add it!