Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.
— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;
Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.
— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;
Got a better definition? Add it!
Στα ποδανά (=ανάποδα): τα χάπια. Συνήθως χρησιμοποιείται για ναρκωτικά σε μορφή χαπιού, όπως πχ το ecstasy. Αλλιώς λέγονται και κουμπιά.
Έχω κατεβάσει τόσα πιαχά που ό,τι και να μου λες δεν σε καταλαβαίνω.
Got a better definition? Add it!
Στα ποδανά (=ανάποδα): τα φράγκα, δηλαδή τα λεφτά, τα χρήματα.
- Πού θα πας διακοπές;
- Τι διακοπές ρε φίλε, αφού δεν υπάρχουν γκαφρά!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.
Got a better definition? Add it!
Ο πεοθηλασμός ή πιο απλά τσιμπούκι. Η διαδικασία γλειψίματος του αντρικού μορίου.
Και που λες, μου πήρε μια πίπα μέσα στο αμάξι, άλλο πράγμα.
Got a better definition? Add it!
Οι βλακείες, οι ασυναρτησίες ή και τα ψέματα.
- Και που λες, τους έδειρα και τους 4 συγχρόνως!
- Τι πίπες είναι αυτές που λες πάλι!!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο ναρκομανής, το πρεζάκι.
Βλ. και πρέζονας.
Κοίτα ρε το ζέο, ούτε στα πόδια του δεν μπορεί να σταθεί.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως το ναρκωτικό ecstasy, αλλά χρησιμοποιείται και για άλλα ναρκωτικά σε μορφή χαπιού.
Θα βρούμε κανένα κουμπί για το πάρτυ ή θα πάμε ξενέρωτοι;
- Καλά ρε, κουμπωμένος ήρθες στην σχολή πρωί-πρωί;
- Είχα πάει σε ένα πάρτυ χτες το βράδυ και ήρθα κατευθείαν.
Got a better definition? Add it!
Η κοκαΐνη ή αλλιώς κόκα. Συνήθως την μετράνε σε gr, δηλαδή γραμμάρια.
Θα πιούμε την κοκό μας και θα πάμε στο πάρτι.
Τρία gr κοκό φτάνουν.
Σχετικά: κοκορέτσι, κοκόρι, κοκακόλα, αναψυκτικό
Got a better definition? Add it!