Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.

— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά (=ανάποδα): τα χάπια. Συνήθως χρησιμοποιείται για ναρκωτικά σε μορφή χαπιού, όπως πχ το ecstasy. Αλλιώς λέγονται και κουμπιά.

Έχω κατεβάσει τόσα πιαχά που ό,τι και να μου λες δεν σε καταλαβαίνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά (=ανάποδα): τα φράγκα, δηλαδή τα λεφτά, τα χρήματα.

- Πού θα πας διακοπές;
- Τι διακοπές ρε φίλε, αφού δεν υπάρχουν γκαφρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.

Πάρε μου μια πίπα ρε μαλάκα, που τολμάς και μου αντιμιλάς κιόλας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεοθηλασμός ή πιο απλά τσιμπούκι. Η διαδικασία γλειψίματος του αντρικού μορίου.

Και που λες, μου πήρε μια πίπα μέσα στο αμάξι, άλλο πράγμα.

(από Khan, 03/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι βλακείες, οι ασυναρτησίες ή και τα ψέματα.

- Και που λες, τους έδειρα και τους 4 συγχρόνως!
- Τι πίπες είναι αυτές που λες πάλι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ναρκομανής, βγαίνει από το πρεζάκι.

Βλ. και ζέο, πρέζονας.

Ήρθε το ζάκι και μου ζήτησε λεφτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ναρκομανής, το πρεζάκι.

Βλ. και πρέζονας.

Κοίτα ρε το ζέο, ούτε στα πόδια του δεν μπορεί να σταθεί.

(από Khan, 22/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως το ναρκωτικό ecstasy, αλλά χρησιμοποιείται και για άλλα ναρκωτικά σε μορφή χαπιού.

  1. Θα βρούμε κανένα κουμπί για το πάρτυ ή θα πάμε ξενέρωτοι;

  2. - Καλά ρε, κουμπωμένος ήρθες στην σχολή πρωί-πρωί;
    - Είχα πάει σε ένα πάρτυ χτες το βράδυ και ήρθα κατευθείαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοκαΐνη ή αλλιώς κόκα. Συνήθως την μετράνε σε gr, δηλαδή γραμμάρια.

  1. Θα πιούμε την κοκό μας και θα πάμε στο πάρτι.

  2. Τρία gr κοκό φτάνουν.

Σχετικά: κοκορέτσι, κοκόρι, κοκακόλα, αναψυκτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified