Ψυχοπνευματική κατάσταση που χαρακτηρίζει τον Έλληνα και έχει να κάνει με απλά οργανωτικά θέματα καθώς επίσης και με θέματα αλληλοσεβασμού.

Του έχω πεί χίλιες φορές να μήν παρκάρει μπροστα από το γκαράζ μου αλλα ο αρχιδισμός του δεν έχει όρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικό παιχνίδισμα κατά το οποίο η παρτενέρ ταλαντεύει με δύναμη τα στήθη της στο πρόσωπο του ανήμπορου να αντιδράσει αρσενικού. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να λάβει χώρα ένα βυζοσκάμπιλο είναι τα στήθη να είναι αρκούντως μεγάλα (εξού και η ανικανότητα του αρσενικού να αντιδράσει αφού έχει μείνει κάγκελο από το μέγεθος).

- Ρε Μήτσο, πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα. Σε πλακώσανε στο ξύλο πάλι;
- Άσε ρε μαλάκα... Γνώρισα μια 40άρα εχθές το βράδυ και με τάραξε στα βυζοσκάμπιλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβλιτζέκι (το). Χαρακτηρισμός αντικειμένων σφηνοειδούς συνήθως μορφής με μήκος τουλάχιστον τριπλάσιο του πλάτους. Την λέξη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τέτοιου είδους αντικείμενα όταν τα χρειαζόμαστε, αλλά είναι λίγο πιο μακριά απ' ό,τι φτάνει το χέρι μας.

(ο μάστορας προς το παιδί για όλες τις δουλειές...)

- Πιάσε αυτό το καβλιτζέκι να το βάλω στη θέση του να τελειώνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος. Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στο στοιχείο του ανδρισμού εν μέσω απαξιωτικού διαλόγου.

Δεν πα να βρήκε άλλους δέκα... στο κλαρί μου. Δε δίνω μία για την πατσαβούρα.

Βλ. και κλάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σακάτης. Αυτός που κουτσαίνει.

-Τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε ήθελα να 'ξερα. Αυτός είναι κούτσαυλος.

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος που χρησιμοποιείται στην επιστήμη της μηχανολογίας για το παχύμετρο όταν αυτό χρησιμοποιείται για να μετρήσει το βάθος μιας οπής. Αυτό το πετυχαίνουμε με την χρήση του οπίσθιου στελέχους του οργάνου.

-Να το μετρήσουμε με το κωλοβυθόμετρο καλύτερα, μην κάνουμε κανα λάθος.

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ο οποίος απευθύνεται σε γυναίκες συνήθως εύσωμες, άσχημες και διανοητικά ένα κλικ πίσω.

Ρε βλάκα σού 'χω πει να μην την ξαναπέσεις σε μπουρούχα γκόμενα. Χαλάς την πιάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός αντικειμένων παλαιάς τεχνολογίας, μεγάλου όγκου, που έχουν χάσει την λειτουργικότητά τους.

Ρε βλάκα άντε πάρε κανάν υπολογιστή, αυτή η μπουρούχα, ο 386 που έχεις είναι για το μουσείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική συνομοταξία εντόμων που την συναντάμε στη Μποχαλία.

Χρησιμοποιούμε την λέξη για να περιγράψουμε κάθε ζωντανό οργανισμό μεγέθους μεγαλύτερο από σκνίπα και μικρότερου από γύπα. Κύριο χαρακτηριστικό τους... να είναι ενοχλητικά.

-Σβήσε τα φώτα ρε γιατί θα πλακώσουνε τα μποχαλόπτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified