Ευρύτατα διαδεδομένο και εύχρηστο, σημαίνει ό,τι και το ερημιτζής.
Δικατάληκτο επίθετο: ο, η ερήμης, το ερήμη.
- Ρε μινάρα θα πάμε για καφέ;
- Μπα δε γουστάρω.
- Τι ερήμης που είσαι ρε!
Ευρύτατα διαδεδομένο και εύχρηστο, σημαίνει ό,τι και το ερημιτζής.
Δικατάληκτο επίθετο: ο, η ερήμης, το ερήμη.
- Ρε μινάρα θα πάμε για καφέ;
- Μπα δε γουστάρω.
- Τι ερήμης που είσαι ρε!
Got a better definition? Add it!
Λέξη σύνθετη με πρώτο συνθετικό γαμο- (εκ του ρήματος γαμέω, -ώ) και με δεύτερο συνθετικό το -λεβιές. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα κοινώς χαρακτηριζόμενα ως «ψωμάκια» στις γυναίκες, από τα οποία ο εκάστοτε ερωτικός σύντροφος «κρατιέται», ή καλύτερα «κρατάει» όταν το επιτρέπει / επιβάλλει η ανάλογη στάση στο σεξ. Προφανώς ενδείκνυται για πιο γεματούλες και νταρντάνες γυναίκες.
(Για μία πιο νταρντάνα λοιπόν με πιασίματα)
- Πω πω γυναικάρα μου, τι γαμολεβιέδες είναι αυτοί; (στα πλαίσια αστείου πάντα)
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Ένας πολύ ωραίος χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί άνετα και πετυχημένα να αντικαταστήσει το προσβλητικό «χοντρή». Συνώνυμο του νταρντάνα.
- Τι χουφτιάρα γυναίκα είσαι; Ευχαριστιέσαι να πιάνεις...!
Βλ. και μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.
Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.
Ρήμα: χαρμανιάζω.
«Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)
Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.
Got a better definition? Add it!
ερήμη(ν): Οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας, χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη «ερήμη» χωρίς το -ν, τουλάχιστον στο 99% των περιπτώσεων. Είναι μια λέξη που κολλάει παντού, ή μάλλον που ο Πατρινός την κολλάει παντού. Φυσικά αγνώστου προελεύσεως. Δηλώνει περίτρανα την κατάσταση της Πατρινής νοοτροπίας, κοντολογίς αυτό που λέμε ό,τι να 'ναι.
2)
- Θα πάμε πουθενά;
- Ερήμη θα δούμε.
3)
- Έγραψες τίποτα ρε μινάρα;
- Ε, ερήμη μωρέ περνάω.
(και άλλα πολλά - ελπίζω να σας κατατόπισα)
Got a better definition? Add it!
Κοινώς πιάνω, αλλά όχι οτιδήποτε. Χρησιμοποιείται κυρίως για να σεξουαλικά «πιασίματα» και παιχνίδια.
(Γνωστή η ατάκα της ταινίας)
- Τη χούφτωσες; Χούφτωσ' τη χούφτωσ' τη...
Got a better definition? Add it!
Ρήμα. Δηλώνει μια παραισθητική κατάσταση η οποία επέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η λεγόμενη μαστούρα. Επίσης ο μαστούρης.
Πω πω μαλάκα έστριψα προχτές ένα τρίφυλλο έκανα και γαμώ τις μαστούρες.
Got a better definition? Add it!
Η καθεμία από τις ακανόνιστες πτυχές τις οποίες σχηματίζει ένα κομμάτι ύφασμα (ένδυμα κτλ.), όταν το έχουν μαζέψει κατά τη μία διάστασή του.
Κατάσταση υπερβολικής μέθης από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού, μεθύσι ή κατανάλωση άλλου είδους ουσιών, χαπιών, μπάφων κτλ. Συνώνυμο και της μαστούρας.
Φόρεμα με σούρες στη μέση / Οι σούρες της κουρτίνας κ.α.
Πω πω έχω γίνει σούρα από το μεθύσι / Έχω σουρώσει από το πιώμα.
Got a better definition? Add it!