Πρόκειται για ταχέως εξελισσόμενο κλάδο της παραϊατρικής που ασχολείται με την περιποίηση και φροντίδα των ταλαιπωρημένων ποδιών. Εξειδικεύεται στην προστασία των ποδιών από τα ενοχλητικά βακτήρια, την προστασία από ενοχλητικούς κάλους, παρανυχίδες και λοιπά προβλήματα.

Πολλές φορές η επιστήμη αυτή συνδέθηκε με τη γνωστή σε όλους μας ποδολαγνεία, όπου ο πάσχων ερεθίζεται και διεγείρεται σεξουαλικά κατόπιν ενασχόλησης του με την πατούσα και τα δάκτυλα των ποδιών του ερωτικού του συντρόφου και σε ακραία μορφή με το δικό του πόδι (πρόκειται για τη γνωστή ψυχογενή αυτοποδολαγνεία).

- Ρε συ Τάκη, τι έπαθε το πόδι σου και πρήστηκε σαν μελιτζάνα:
- Δε ξέρω ρε φίλε, θα πάω στον ποδίατρο, τον Γιάννη Ποδόπουλο!!
- Ρε μαλάκα, μην πας σ' αυτόν!! Είναι ποδολάγνος!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση έντονα προσβλητική. Πρωτοεμφανίστηκε στα κατώτερα λαϊκά στρώματα και γρήγορα έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για να περιγράψουν την έντονη παρουσία γυναικείου, πολλά υποσχόμενου πληθυσμού.

- Μαλάκες, πήγατε στο πάρτυ της Φωφώς;; - Ναι, ρε φίλε!! Τόσες γκόμενες μαζεμένες... του μουνιού το πανηγύρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη. προέρχεται από το πυρκαι το κλανίδι(ουδέτερο, παρετυμολογικό της λέξης κλανιά). Αναφέρεται σε κατάσταση όπου το άτομο που προβαίνει στην ειδεχθή αυτή πράξη χρησιμοποιεί εκτός από την κλανιά του, η οποία μπορεί να διακριθεί σε εκούσια (όταν προσπαθεί από μόνος του να την αμολήσει) και την ακούσια (ως ανθρώπινη φυσική ανάγκη), και όργανα που μπορεί να προκαλέσουν εύκολη και γρήγορη ανάφλεξη, όπως αναπτήρας ή στουπί σε ακραία περίπτωση.

- Ρε μαλάκα Μήτσο, τι στον πούτσο κάνεις με τον αναπτήρα στον κώλο σου; Τον ασβεστώνεις τον τοίχο;
- Τι λες ρε μαλάκα; Προσπαθώ να κάνω πυροκλανίδι!!!

Απαραίτητος ο πυροσβεστήρας. (από nick, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified