Παραδίνομαι από μια προσπάθεια λόγω εξάντλησης, εξαντλούμαι.

Συνώνυμα: σπάω, τα παρατάω.

Δύο χρόνια που τον ξέρω δουλεύει απο τις οχτώ το πρωί ώς τις οχτώ το βράδυ, και μετά στα μπαράκια και τα πάρτι ώς τις μία και δύο. Πώς αντέχει και δέν κλατάρει αυτός ο άνθρωπος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στέκομαι ιδιαίτερα ή και ανέλπιστα τυχερός, είμαι κωλόφαρδος. Παράγωγα: ξέκωλος (να μήν συγχέεται με το ξέκωλο), ξεκωλωμένος, ξεκωλωμάρα. Συνώνυμα: μου ανοίγει, μου γίνεται νάαα (ενν. ο κώλος).

  2. Κάνω κάτι εντατικά και επίπονα. Συνώνυμα: τα φτύνω, ξεσκίζομαι, γαμιέμαι, με πάει πίπα-κώλο, μου βγαίνει το λάδι/ο πάτος.

  1. Σε μία μέρα κερδίζει ενα χιλιάρικο στο στοίχημα, βρίσκει και δουλειά, και του κάθεται και η Μάρω... Ε ξεκωλώθηκε ρε ο πούστης...! Τα γαμάν αυτά τα παιδιά...

  2. Να ξεκωλώνομαι μωρη σκρόφα απ' το πρωί ώς το βράδυ να σου πληρώνω τα κομμωτήρια και τις γούνες, και να μαθαίνω οτι μου τα φοράς εδώ κι' ένα χρόνο με τον Μάκη τον υδραυλικό...;

Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση το βάζω αμέτι μουχαμέτι, βάζω στόχο να καταφέρω κάτι (με κάθε θυσία), είμαι αποφασισμένος για κάτι.

Ξεκόλλα ρε σαλιάρη. Τι καψούρα πια κι αυτή, μισό χρόνο!... Αφού τά 'χει μ' άλλον ρε όρνιο, και να δεις που παν και για γάμο.
— Μη μου λές τέτοια μαλάκα. Αν δεν την ρίξω την πουτάνα, κι' εγώ δε ξέρω τι θα κάνω.
Τό 'χεις βάλει αμέτι μουχαμέτι να το φας το κεφάλι σου, εγώ αυτό βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπληστος, καβάτζας, παρτάκιας.

- Να γυρνάει ρε κροκόδειλε, να γυρνάει!
- Μόλις τό 'σκασα ρε μαλάκα.
- Τι μόλις τό 'σκασες ρε παπάρα, έχεις κάψει και την τζιβάνα να πούμε. Φέρ' το λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφριά κουβέντα, κουτσομπολιό.

- Δε λέω, καλό καυλί, αλλά με τις φίλες της δεν ξαναβγαίνω. Δύο ώρες μαμπέτι και χάχανο, σα' θείτσες του χωριού να πούμε.
- Και τι κάθισες δυο ώρες μαζί τους;
- Με κρατούσε το οτι θα πηγαίναμε μετά σπίτι και θα της το βούλωνα...

Βλ. και μουχαμπέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(α) Το πέος (β) Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης.

- Πρώτη ώρα θρησκευτικά. Κι'εκεί που περιμένουμε να δούμε την αγάμητη κυράτσα με τα κομποσκοίνια, σκάει ρε μαλάκα το τρελό ξανθό κ α υ λ ά κ ι !... Και σκέφτομαι: «Τα πάντα εν σοφία εποίησας ρε μπαγάσα».
- Τόσο ρε μαλάκα;
- Άσε ρε μαλάκα, μού'γινε το καυλί κατάρτι...

Τσίμπα ένα! (από Vrastaman, 15/09/08)Το Ινστιτούτο Καβλί του Χάρβαρντ είναι κάθε άλλο παρά της πούτσας. (από Vrastaman, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει έγκριση, επιδοκιμασία.

Επιτατικά:

  • λέει πολλά,
  • κωλολέει,
  • λέει με (τα) χίλια,
  • λέει σαμπούστης

και αρνητικά:

  • δεν λέει τίποτα,
  • δεν λέει μία

Συνώνυμα: αξίζει, μετράει.

  1. - Τι σου είπε ρε η καινούργια του Σιφρέντι;
    - Τι να μου πει, αφού ξέρεις ότι δεν είμαι του σοφτ σαδό.

  2. - Όρμα ρε μαλάκα, στουπί είναι η γκόμενα! Άμα της τα ρίξεις θα πέσει σαν ώριμο σταφύλι.
    - Δε λέει ρε μαλάκα, δεν βλέπεις τα βυζιά της, που 'ν' έτοιμα να πέσουνε σαν ώριμα καρπούζια; Να σου δώσει αυτή βυζοσκάμπιλο να σ' αφήσει σέκο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ. Συνώνυμo: σαν θεός

- Όχι να μπούμε κι' εδώ ρε μαλάκα, όλο αδερφές μαζεύει το μέρος.
- Έλα τότε και βολεύει: κατουριέμαι σαν πούστης.

Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και δεν κουνιέται πούστης, του πούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναίσθητος, νεκρός. Στη φράση αφήνω σέκο, συνώνυμο του αφήνω στον τόπο. Μεταφορικά σημαίνει και εμβρόντητος.

- Πού 'ναι ρε ο Μήτσος, έχω να τον δω πάν' από μήνα.
- Ε δέν τά 'μαθες; Στην πορεία την πρωτομαγιά, την είπε σ' έναν κρυφολίτη χαφιέ, τον έδωσε ο άλλος στους δικούς του, πιάστηκαν στα χέρια, τον αρχίζουν με τα γκλόμπ, τον άφησαν σέκο, τα αρχίδια...

Mobutu Sese Seko: άφησε πολύ κοσμάκη σέκο. (από joe909, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοβαροφανές αλλά γελοίο άτομο, φλώρος που το παίζει ξύπνιος.

— Ε τώρα χωρίς πλάκα, πώς θα σ' το γλείψει αν δεν του βάλεις πρώτα αποσμητικό;...
— Άκου ρε τον τάκη ρε τι λέει ρε, να ψεκάζουμε το πουλί μας άξ! Φύγι' απο δώ ρε άπλυτε...

Συνώνυμα: εξυπνίδης. Δες και μπάμπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified