Από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης, κουτσομπολιού, ψυχικής ενατένισης και βάλε, τα γκομενικά κάποιου προσώπου είναι όλα όσα (ζητήματα, προβλήματα, γεγονότα και λοιπά) αφορούν τις ερωτικές του σχέσεις.

Χρησιμοποιείται πάντα σε πληθυντικό.

  1. Η φίλη μου, Γιώτα, λέει πως `κωλώνω' να ανεβάσω αυτή τη φωτό που έχω μούτρα και γκρινιάζω στο αυτί της για τα γκομενικά (εδώ)

  2. Απο τότε που άρχισα τη σχολή,γνωρίστηκα με εναν συμμαθητή μου και γίναμε κάτι σαν ''κολλητοί''...Σε σημείο να λέμε τα γκομενικά μας κλπ... (εδώ)

  3. Όταν βάζουμε τέτοιο τίτλο σημαίνει πως έχουμε ένα πρόβλημα υγείας ή κάτι σοβαρό, δεν το βάζουμε για να αναλύσουμε τα γκομενικά μας. ΖΩΟΝ. (απάντηση σε νήμα με αρχικό τίτλο «ΒΟΗΘΕΙΑ επειγον!!!!!»)

  4. Μα καλα τι με νοιαζει εμενα για την καθε ηλιθια που της λειπει ο ενας και ο αλλος και φοβαται να του το πει;; Ε πες το κυρα μου και ασε μας στην ησυχια μου. Και τι με νοιαζει ο καθε κλαψας που δε μπορει να βρει γκομενα; Αν ψαχνεις δε βρισκεις. Σκασε λοιπον. Ειστε πολυ σπασιμο. Καντε κατι δημιουργικο, ασχοληθειτε και με ΚΑΤΙ αλλο περαν του ΕΑΥΤΟΥΛΗ σας και των γκομενικων σας. ΕΛΕΟΣ. ΣΙΧΑΜΑΤΑ! ΑΙΝΤΕΕΕ ΑΙΝΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παίκτης ρόλων (όχι με την αθλητική έννοια), αυτός που ασχολείται με παιχνίδια ρόλων (αλλά όχι με τη σεξουαλική έννοια).

Από το αγγλικό αρκτικόλεξο r.p.g. (role-playing game). Λέγεται και ρολ-πλέιερ, απευθείας απ' τ' αγγλικά.

  1. δεν θα την έλεγα κακή ταινία, αλλά απλά λατρεύω το The Gamers: Dorkness Rising. Μιλάμε ότι αυτή η ταινία είναι το υπερθέαμα του αρπιτζά! Όποιος έχει ασχοληθεί με roleplaying και ειδικά DnD επιβάλλεται να τη δει, θα γελάει μέχρι μεθαύριο! (εδώ)

  2. για να παρακολουθήσεις τις λεπτομέρειες του Σαλβατόρε, πρέπει να 'χεις μια σχετική επαφή με dnd (dungeons and dragons) και με FR (Forgotten Realms ή αλλιώς Faerun). Έχω διαβάσει μέχρι και το Legacy (αγγλικά εννοείται, μια φορά διάβασα μετάφραση και οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από σπαστικό γέλιο μέχρι ανηλεές χτύπημα του κεφαλιού σε σκληρές επιφάνειες), σαν κλασική αρπιτζού. (απ' το ές-εφ-έφ τζι άρ)

  3. Αρκετές οι προσφορές και αυτή την εβδομάδα, ωστόσο ξεχωρίζουν «από χιλιόμετρα» το πακετάκι του Steam με τα τέσσερα Gothic αλλά και η προσθήκη του The Temple of Elemental Evil στο GOG.com που για τέταρτη σερί εβδομάδα ψηφίζει RPG. Ε, μετά κι απ’ αυτό, οι «αρπιτζάδες» μεταξύ μας θα πρέπει να ‘χετε μείνει ταπί… (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν έχει αρκετή ή και καθόλου σχέση με αυτό στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής.

Χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά, για ανθρώπους που ενώ παρουσιάζονται ως σχετικοί, ή έστω προσπαθούν να είναι, παραμένουν καταβάση άσχετοι και αναρμόδιοι.

Ακόμη: ασχετοσχετικός.

  1. Όλοι είμαστε σχετικοάσχετοι για τον απλούστατο λόγο ότι η τεχνολογία τρέχει και εξελλίσσεται καθημερινά με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε κάθε μέρα μπροστά σε κάτι καινούριο το οποίο για να το κατανοήσουμε πρέπει να αντλήσουμε πληροφορίες γι' αυτό. (από εδώ)

  2. τι σημασία έχει πόσοι ήταν οι νεκροί του Πολυτεχνείου (και τι λένε διάφοροι σχετικοάσχετοι γι’ αυτό) ή πόσο μαζική ήταν για να τιμούμε την επέτειο ως λαϊκή εξέγερση και ως ΤΗΝ κορυφαία πράξη αντίστασης ενάντια στην χούντα; (από εδώ)

  3. Βασικά θα περιοριστώ στις αποδόσεις του Ladbrokes γιατί δεν μπορώ να χάνομαι σε ερασιτεχνικές συζητήσεις σχετικοάσχετων σχετικά με το ποια ομάδα παίζεται και ποια όχι. Αυτά είναι μαλακιές. Και πέρυσι η Ρέντινγκ ήταν φαβορί και πήγε γαμώντας αλλά με τις αποδόσεις που την χαρακτήριζαν τι να την κάνω. (από εδώ)

  4. Παρακαλούνται οι σχετικοάσχετοι πανηγυρίζοντες σχολιαστές να γνωρίζουν ότι το πρόβλημα της Ιρλανδίας ήταν ότι η ΕΕ ανάγκασε το δημόσιο να φορτωθεί όλα τα χρέη των τραπεζών της ,όταν έσκασε η φούσκα, οπότε αναγκάστηκε να κάνει περικοπές για να μπορέσει να πληρώσει τα χρέη τους. (από εδώ)

  5. Διότι κύριοι συνάδελφοι ΔΕΝ είμαστε καλοί επιχειρηματίες και δε θα μπορούσαμε να είμαστε ο καθένας μόνος του. Κι όσοι το πιστεύουν αυτό έχουν αλλάξει γνώμη (θέλω να ελπίζω) τα τελευταία δύο χρόνια όταν ισχυρότατα φαρμακεία πλέον στενάζουν από γεμάτα ράφια με προϊόντα και άδεια ταμεία. Οι ίδιοι που τους δημιούργησαν το πρόβλημα (πωλητές και product manager εταιριών, σεμιναριομάνατζερ, κάθε λογής “πετυχημένοι” σχετικοάσχετοι) τώρα τους υποδεικνύουν τη λύση: για να τα πουλήσουν πρέπει να αυξήσουν τη χρονική πρόσβαση. Το ότι με παραπλανητικές τεχνικές τους τα έχουν φορτώσει μειώνοντας τη ρευστότητά τους οι ίδιοι που τώρα τους παραδίδουν μαθήματα αναδελφοσύνης το έχουν καταλάβει; (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής, παραπλήσιος, που άπτεται μεν του θέματος αλλά σε δευτερεύοντα βαθμό, σχετικός μεν αλλά μάλλον επιφανειακά ή συνειρμικά ή και από διαφορετική οπτική γωνία.

Σε κουβέντα, χρησιμοποιείται συνήθως στο ουδέτερο, για να εισαγάγει σχετικοάσχετη πληροφορία (παρ. 2).

Ψιλοσχετικό, ψιλοάσχετο. Ακόμη: ασχετοσχετικός.

  1. Σε χορτοφαγική ομάδα στο φέισμπουκ:
    Να πούμε και κάτι σχετικοάσχετο με την ομάδα, αν δεις ότι τρως κρέας στον ύπνο σου, ξέρετε τι σημαίνει; ... Όπως μου έλεγε πάντα η μητέρα μου, δεν είναι καλό όνειρο, σημαίνει στεναχώρια. Όσες φορές το είδα, μου βγήκε, τυχαίο; Καλό βράδυ.. (από εδώ)

  2. Σε νήμα με τίτλο «Anime»:
    Σχετικοάσχετο, αλλά ίσως το θέμα θα μπορούσε να γίνει γενικά «Anime & Manga»; Εγώ τουλάχιστον, πολλές φορές προτιμώ τα manga κάποιων σειρών, ειδικά σε περιπτώσεις που η σκηνοθεσία και τα animation studios κατακρεουργούν τις μεταφορές (από εδώ)

  3. H Sony κάνει καλές κινήσεις σε tablet και smarts τελευταία. Φαίνεται ότι προσπαθεί. Μερικές σχετικοάσχετες παρατηρήσεις.. Αυτά τα αντικείμενα χάνουν πολύ γρήγορα τη χρηματική αξία τους, λίγο πολύ όλοι το γνωρίζουμε και δεν περιμένουμε να πάρουμε τα λεφτά μας πίσω. Τα προϊόντα της apple χάνουν αξία με σχετικά αργότερο ρυθμό. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, ο μπατίρης, αυτός που 'χει ξεμείνει από λεφτά, που 'χει μείνει ταπί. Γενικότερα, ο φτωχός.

  1. Παντα ετσι δεν κανουν ολοι; Να κερδισουν το ΘΡΥΛΟ.....κι ας πεσουν κατηγορια,μονο αυτο θελουν.....οι ακουποι,αμπαλοι,αμυαλοι.......αλεφτοι(χωρις λεφτα) (από εδώ)

  2. Α έχω να δηλώσω έλα αν ξέρεις να μαγειρευεις ειδικά! έτσι κι αλλιως σκουρα προβλεπονται τα πραγματα στην πατρίδα
    Β: έχω να δηλώσω ότι...φοβάμαι το εξωτερικό για τέτοια μόνιμα ανοίγματα επίσης είμαι τάπω
    Γ: Είσαι και συ κοντή;;;
    Β: όχι μαρήηηηη άλεφτη
    (από εδώ)

  3. - στο 78.50 αγορασα λιγα ΤΝΑ αυριο αν γινει χαμος θα αυξησω λιγο θεση..
    δεν αντεχω εντελως αχαρτος:)
    - cold, έχω ΤΖΑ που θα τα δώσω στο τέλος του μηνός (Μαϊου) και θα πάρω ΤΝΑ! Έτσι δεν μένω ποτέ άχαρτος-άμα δεν αντέχεις! Μόνο άλεφτος!!:))
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πονοκέφαλος και γενικότερα η αδιαθεσία απ' το μεθύσι (της περασμένης βραδιάς): κεφάλι καζάνι, στόμα παπούτσι, στομάχι χάλια, συγκέντρωση μηδέν, και άλλα διάφορα συμπτώματα που μπορούν να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή –δε α τον κάνουμε και Γκρέιζ Ανάτομι τον ορισμό.

Γράφεται και χαγκόβερ.

Απευθείας δάνειο από τα αγγλικά, όπου hangover σημαίνει γενικότερα «απομεινάρι», «κατάλοιπο», και με την τωρινή σημασία μαρτυρείται από το 1904. Στα ελληνικά, το ακούω προσωπικά τουλάχιστον από δεκαετία Ενενήντα (και λίγο βάζω).

  1. 24 τροφές που νικούν το χανγκόβερ (οδηγίες προς χανγκάιβερ, εδώ)

  2. Το αλκοόλ ξέρω ότι θα το βαρεθείς, το μόνο που θα σου πω είναι πρόσεχε την ποιότητα αυτών που πίνεις γιατί σε κάποιες φάσεις θα νιώθεις ότι χάνεις την όραση σου μετά από τρελά χανγκόβερ. Είναι γιατί ήπιες πετρέλαιο και όχι βότκα κόλα. (εδώ)

  3. Σκεφτόμουν πολύ ώρα μέχρι που με πήρε ο γλυκός ύπνος της μέθης. Κλασικά, ξύπνησα πρισμένος, με ένα κεφάλι λες και το σφίγγαν όλη νύχτα στη μέγγενη και ένα στομάχι σκατά. Έξω είχε ήδη νηχτώσει. Πήγα έπιασα άλλη μια μπύρα κι άναψα τον αργιλέ. Ένιωθα ξες πολύ ροκ σταρ κι όλες αυτές τις γαματοσύνες που νιώθεις στο χανγκόβερ. (εδώ)

  4. Η φράση «η επόμενη μέρα» συνδέεται συνήθως με τη λέξη «χαγκόβερ»- τον πονοκέφαλο που ακολουθεί την οινοποσία. (εδώ)

Και χέντακας. Σε άλλες γλώσσες: hangover (αγγλικά), gueule de bois (γαλλικά), Kater (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επηρεάζει και εμπνέει άλλους, που έχει μεγάλο αντίκτυπο και έχει επίδραση σε μετέπειτα εξελίξεις, ο σημαντικός. Χαρακτηριστικά χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα τέχνης αναφερόμενο σε δημιουργούς.

Πρόκειται για αγγλιά, νεολογισμό του διαδικτύου, που εξυπηρετεί τη μεταφραστική οικονομία αποδίδοντας μονολεκτικά το influential. Στα τυπικά λεξικά δεν τον βρίσκω, τον βρίσκω πάντως στο ονλάιν ελληνογερμανικό Πονς, αλλά και στα σχετικά νήματα του Τρανσλάτουμ και της Λεξιλογίας.

  1. Ο Αντρέι Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι [...] ήταν Ρώσος σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους και επιδραστικότερους σκηνοθέτες την περίοδο της Σοβιετικής ένωσης καθώς και ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. (από τη Βικιπαίδεια)

  2. Μια μεγάλη μορφή της ροκ και ένας απ’ τους κιθαρίστες που ενέπνευσαν όσο λίγοι, αμέτρητους άλλους ν’ ασχοληθούν με την κιθάρα, ο πολύ επιδραστικός Ace Frehley, κλείνει σήμερα τα 62 του χρόνια. (από εδώ)

  3. Οι Led Zeppelin, η πιο επιδραστική μπάντα ever! Σύμφωνα με τους ακροατές του βραβευμένου ραδιοφωνικού σταθμού Planet Rock, οι Led Zeppelin επηρέασαν τα ροκ μουσικά πράγματα περισσότερο απ' όλους. (από εδώ)

  4. Δράκος: Μία βαθιά επιδραστική ταινία. «Ο Δράκος» του Νίκο Κούνδουρου είναι μια από τις ελάχιστες ταινίες που επηρέασαν τον ελληνικό κινηματογράφο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται από τις σπουδαιότερες δημιουργίες του. (από εδώ)

  5. Το βραβείο αναγνωρίζει τις σημαντικότερες και πιο επιδραστικές συνεισφορές στον τομέα των μαθηματικών επιστημών. Σύμφωνα με την επιτροπή της ακαδημίας, «οι ισχυρές ιδέες, μεθόδοι και αποτελέσματα του Ντελίν συνεχίζουν να επηρεάζουν την ανάπτυξη της αλγεβραϊκής γεωμετρίας και των μαθηματικών στο σύνολό τους». (από τον τύπο)

  6. Πιστεύω ότι ο πλέον επιδραστικός πολιτικός που έχει συνδέσει το όνομά του με σημαντικές, θετικές ή αρνητικές, στιγμές της ελληνικής ιστορίας είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Επιπλέον είναι αυτός ο οποίος επί της ουσίας βοήθησε στον αστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλά γαμάω, αλλά το ξευτιλίζω: σκληρό, πρόστυχο και βρόμικο γαμήσι δίχως αύριο.

Χρησιμοποιείται λοιπόν ως επιτατικό του «κάνω σεξ», αλλά φυσικά και μεταβατικά: όταν την ξεγαμάς την άλλη, την κάνεις τσόντα –προφανώς προσφέρεται και για αρσενικό καθώς και ουδέτερο γένος. Το άκουσα στην κυριολεκτική του χρήση, αλλά εύλογα παίρνει και τις γνωστές μεταφορικές σημασίες του απλού γαμάω (δες παράδειγμα 2 και 3).

Το ξε- εδώ επιτατικό (όχι όπως στην άλλη σημασία), επιβάλλει την εμφατική εκφορά της λέξης.

  1. - Πώς ήτανε χθές με το μικρό ρε;
    - Θα την έπαιρν' απο Φίλυρο να πάμε για φαΐ στο κέντρο, κι' ύστερ' απο παραλία ώς το Φάληρο, που παίζαν κάτι φίλοι σ' ένα θεατράκι. Ε και μου σκάει με το φουστάκι ως το βυζί και το ξώπλατ' ώς τη γάμπα. Τί «φαΐ» και τί «βόλτα» και τί «θεατράκια» και παπαριές... Στην πρώτη καβάτζα σταματάω και γίνεται το αλεό, μαλάκα... Την ξεγάμησα... Ένα δίωρο ήμασταν στ' αμάξι μέσα.
    - Έτσι ρε, σα γιάνκης!...
    - Ναί, μόνο που τ' αμάξι είναι γιαπωνέζικο και δέν αντέχει απο ροντέα. Πρέπει να πάω στο μάστορα να μου στήσει πάλι το κάθισμα, στο γυρισμό το πήγα σκαμνάκι.

  2. ας το δουμε διαφορετικα...οταν οι αλλοι υπερασπιζονται και προαγουν ρατσιστικες συμπεριφορες,φασιστικα καταλοιπα για προτυπα και καταπατανε τα ανθρωπινα δικαιωματα καθως και αξιες και αρχες τοτε θα τους ξεγαμαω...καταλαβες;για αφεντικα την καραμελα φτυστην...ειμαι εναντια σ οτιδηποτε φασιστικο...αμα δω καποιον να κλεβει τσαντα απο γιαγια πχ ανεξαρτητως εθνικοτητας θα τον ξεγαμησω γιατι ειναι φασιστικο...για να μην λετε οτι η αντίφα μιλαει για ανοχη εγκληματων απο αλλοδαπους... (σχόλιο στο γιουτιούμπ)

  3. Te quitaré lo vieja a cogidas: Θα ξεγαμήσω τη γεροντίλα από πάνω σας (παράδειγμα απόδοσης του quitar από ονλάιν ισπανοελληνικό λεξικό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπρώχνω κάτι αρχικά ώστε να συρθεί από μόνο του.

Ετυμολογία δεν ξέρω, πάντως μου 'ρχεται στο μυαλό το σβουρίζω και το τσουλάω.

Λέξη που μου 'πε Αρτινός και δεν βρίσκω πουθενά αλλού, ούτε και σε εύλογες παραλλαγές τύπου φουρτζουλάω / σβουρτσουλάω και λοιπά.

Ντάλα μεσημέρι, μπαίνει ο Λούκι Λούκ σ' ένα μπάρ, στάχυ στο χείλι, πάει κάθεται στον πάγκο άκρη. «Πέντε μπίρες» λέει στον μπάρμαν. «Περιμένεις παρέα;» «Όχι». Δέ λεει τίποτα, βάζει τις μπίρες, του τις σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη· πίνει τρείς ο Λούκι κι' ο ίσκιος του δύο.

Την άλλη μέρα τα ίδια. Την παράλλη, ξανά μανά. Την άλλη, πάει ο τύπος και τον ρωτάει. «Ρε σύ» λέει ο Λούκι, «απο τότε που κρέμασα τα πιστόλια μου, μ' έπιασε κάτιτίς ξερωγώ... δέ ξέρω... είπα να πίνω κι' απο μία για τους Ντάλτον τελοσπάντων». «Παραδέχομαι» λέει ο άλλος, πάει γεμίζει πέντε ποτήρια και του τα σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη, γεμίζει ο πάγκος αφρό.

Τραβάει το πράμα μήνες. Μια μέρα σκάει ο Λούκι στο μαγαζί, στο χείλι τσιγάρο, ζητάει όχι πέντε, μία. Παγώνει ο μπάρμαν, ζεματίζονται κι' οι θαμώνες, πετάει δυο πράσινες και το μηχανικό το πιάνο πριν πάψει εντελώς. «Τί θα γίνει, θα μου τη σφουρτζουλήσεις ή να πάω απέναντι;» «Ρε συ Λούκι, ρ' αδερφέ, τί έγινε; Γιατί μία;» «Έμαθα κρέμασαν χθές τους Ντάλτον, γι' αυτό», και γελάει κακαριστά, το τσιγάρο κολλημένο στο κατώχειλο. Ξαναρχίζει το πιάνο απο μόνο του, μηχανικά, οι θαμώνες ξεφυσάνε, βάζει κι' ο μπάρμαν τα γέλια, βάζει και τη μπίρα, και τη σφουρτζουλάει στην άλλη άκρη.

(Απ' τ' «Ανέκδοτα που γελάν οι χαρακτήρες».)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό. Και πάω κόσα, συμβαίνω σε υπερβολικό βαθμό. Επίσης, με πάει κόσα σημαίνει βρίσκομαι σε φάση μεγάλης έντασης (και συνήθως δύσκολη), με πάει γαμιώντας, με έχει πάρει φαλάγγι.

Με τα ίδια μου τα μάτια, το άκουσα για καταχρήσεις, τσιγάρο, πιοτί, τέτοια. Το πας κόσα το τσιγάρο παναπεί είσαι θεριακλής, καπνίζεις σαν πούστης· έναν καπνιστή που το πάει κόσα οι άγγλοι θα τον λέγανε τσέιν σμόκερ, έναν πότη που το πάει κόσα θα τον λέγαμε αλλιώς και Ορέστη Μακρή. Στο δίκτυο βλέπω οτι, εύλογα, χρησιμοποιείται πολύ γενικότερα ως επιτατική ατάκα.

Η κόσα είναι βέβαια το κλασικό δρεπάνι που βαστάει ο Χάρος. Ένας που πάει κόσα το τσιγάρο λοιπόν, δέν καπνίζει απλώς τσιγάρα, αλλά τα θερίζει.

Την ατάκα την άκουσα από Πελοποννήσιο (ρεμπέτη το ύφος και το δέμας, νά 'ναι του καλή η ώρα).

  1. Εμεις που έχουμε εδω ΚΑΙ ειδη θέρμανσης... ενα έχω να σας πω....
    ΕΧΟΥΜΕ ΞΕΣΚΙΣΤΕΙ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ! Η σόμπα πάει κόσα.. Κάθε βράδυ φεύγουμε 10παρά απο δώ. (φτου φτου κιολας... δουλίτσα να υπάρχει) (από εδώ)

  2. Σκέψου κάτι το πολύ απλό......έρχεται ο εχθρός και σου λέει: «Ξέρεις τι; διώξε την άμυνά σου γιατί αλλιώς θα σου επιτεθώ!» Τι λες να κάνει όταν τη διώξεις και δεν έχει κανένα εμπόδιο;......η δική μου λογική είναι ότι θα σε πάει κόσα!!!....απλή λογική!...ψάξε για βαζελίνη μετά. (από εδώ)

  3. - Τσακαλι η κορη.
    - ειναι λιγο χαζουλα η ειναι ιδεα μου; - xazoula xazoula alla to psema to paei kosa .... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified