Ειρωνική φράση όταν ο καφές (ή κάτι άλλο) που παραγγείλαμε αργεί αδικαιολόγητα, σαν να ήταν κρέας με κόκαλα που θέλει πολλή ώρα να βράσει.

Μάλλον έχει παλιώσει.

  1. Αφού ξηγήθηκα σαφές, παιδί, κόκαλα έχει ο καφές;
    Τραγούδι του Λογό

  2. Πήρε το τηλέφωνο του καφενείου της στοάς.
    - Είπαμε δυο μέτριους στο 18, είπε. Κόκαλα βγάλανε;
    Β. Βασιλικός, Το Ζ, σελ. 254

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχεις πολύ μεγάλο λάθος.

Φράση ειρωνική που τη λέμε σε κάποιον που αυταπατάται ότι η κατάσταση είναι όπως τη νομίζει, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και χειρότερη γι' αυτόν. Από τα μωρά που τα κοιμίζουμε στην κούνια και κοιμούνται ευτυχισμένα και μακάρια (πρβλ. και το ρήμα βαυκαλίζομαι). Περίπου συνώνυμη, η έκφραση: «με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι»

  1. Με διαβεβαίωσαν ότι είμαι μέσα στις θέσεις και ότι θα ξεκινήσω κανονικά το σεμινάριο- κούνια που με κούναγε. Έρχεται η σημερινή μέρα που θα ξεκινήσει το σεμινάριο ... ούτε φωνή ούτε ακρόαση... παίρνω τηλέφωνο και η υπάλληλος μου λέει ότι είμαι στους επιλαχόντες! Κεραμίδα....
    Από φόρουμ αδιόριστων.

  2. - Του αντιμίλησες;
    - Όχι, θα τον άφηνα. Δε με ξέρει καλά εμένα. Δε ξέρει τι πα να πει Βίκυ. Νομίζει πως μιλάει και τρέμει το φυλλοκάρδι μου. Κούνια που τον κούναγε!
    Π. Τατσόπουλος, Οι ανήλικοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπελάδες, τραβήγματα.

Η λέξη ετυμολογείται από το παλιό ιταλικό travaglia, που θα πει «κουραστική δουλειά». Στα ιταλικά είναι θηλυκό, αλλά εμείς νομίσαμε πως είναι πληθυντικός ουδέτερου, γι' αυτό και το είπαμε «ντράβαλα». Η λέξη φυσικά δεν έχει ενικό.

Όμως, η ετυμολογία της λέξης είναι συναρπαστική, αφού συγγενεύει με τη δουλειά, το ταξίδι και τα βασανιστήρια. Το ιταλικό travaglia, ρήμα travagliare, είναι δάνειο από το γαλλικό travailler που σήμερα σημαίνει δουλεύω, αλλά κάποτε σήμαινε «βασανίζω». (Μην ξεχνάμε και στα ελληνικά: δουλεύω σήμαινε είμαι σκλάβος).

Αρχή της οικογένειας λέξεων είναι το trepalium, ένα φοβερό όργανο βασανιστηρίων του Μεσαίωνα, που είχε τρεις πασάλους και που μπορεί να είναι μεταφραστικό δάνειο από το ελλ. τριπάσσαλον.

Στα αγγλικά, έχουμε το travel που χρησιμοποιείται στην αρχή για κάποια ιδιαιτέρως εξουθενωτικά ταξίδια, αλλά μετά, σιγά-σιγά, για όλα τα ταξίδια γενικώς. Διότι βεβαίως βρισκόμαστε σε μια εποχή, τον 15ο-16ο αιώνα ας πούμε, όπου τα ταξίδια ήταν δύσκολη κι επικίνδυνη υπόθεση.

Για περισσότερα, δείτε το ειδικό άρθρο, αφιερωμένο σε αυτές τις λέξεις.

  1. Καλού κακού πήγα και πήρα ενυπόγραφη άδεια, για να μην έχουμε ντράβαλα μετά (από φόρουμ)

  2. Και αν σε καταγγείλουν στην πολεοδομία; Το ξέρω ότι όλη η ελλάδα είναι ένα αυθαίρετο αλλά ποιός θέλει ντράβαλα με την πολεοδομία; (από φόρουμ)

  3. Κείνη την εποχή αρχινίσαν τα ντράβαλα. Ήρθε ένα τζιπ μ' Εσατζήδες νυχτιάτικα και γύρευε τον ψηλό.
    Ν. Κάσδαγλης, Κεκαρμένοι, σελ. 50.

Ακόμη: τραβηχτικές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified