Γκόμενα (ή αδελφή) που επειδή έχει διαβάσει κάποια ή όλα τα βιβλία του Γιάλομ αναλύει τα πάντα με ψυχαναλυτικούς όρους, θεωρεί ότι είναι ειδήμων στην ψυχολογία και ότι μπορεί να συμβουλεύει τους πάντες για τα πάντα!

Η Γιαλόμα επίσης θεωρεί ότι έχει την ικανότητα να βλέπει τα βαθύτερα ψυχολογικά κίνητρα σε κάθε κίνηση του συνανθρώπου της... και δυστυχώς του το λέει κιόλας!

- Η Μαρίνα είπε ότι ο λόγος που πάω με τα πόδια στην δουλειά είναι ότι γέμισα φραστρέσιον για τα αυτοκίνητα διότι ο πατέρας μου οδηγούσε γρήγορα όταν ήμουν μικρός και γι αυτό τον μισώ. Δεν την αντέχω, έχει γίνει τελείως Γιαλόμα, αναλύει με ψυχαναλυτικούς όρους μέχρι και το πως μασάω τσίχλα.

η γυναίκα του Γιάλομ (Μαίριλυν Γιάλομ) (από xalikoutis, 09/10/08)Πρόσφατο πόνημα της original Yaloma (από Vrastaman, 03/03/09)Μαγαζάκι στην Χώρα της Άνδρου. No comments. (από Vrastaman, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυνική και αυτοαναφορική εκδοχή της φράσης «άει στο διάολο» που είναι πια πολύ κοινότοπη για να μπορέσει να εκτονώσει όποιον την λέει.

Γαμώτο, το γκομενάκι στο γυμναστήριο δεν μου έριξε ούτε μία ματιά αν και το κοίταζα με γουρλωμένα μάτια συνέχεια... Ασταδγιάλα ρε πούστη μου, πότε θα βρω εγώ γκόμενο;

(από Khan, 15/12/13)

βλ. και ασταδιάλα, ασσστεεάαααλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλική πράξη που γίνεται με χαλαρή διάθεση από τους εμπλεκόμενους και χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις.

Επειδή το σεξάκοι δεν σέρνει από πίσω θέματα τύπου «μ' αγαπά», «τώρα τα έχουμε ή όχι» και γίνεται με ξεκάθαρο κίνητρο (να μαζευτούν τα χοντρά) και χωρίς υποσχέσεις συνήθως είναι σούπερ επιτυχημένο.

Με έχει κουράσει το μονογαμικό σεξ. Πάω στο Γκάζι και ελπίζω να γνωρίσω κανένα ωραίο παιδί να κάνουμε σεξάκοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το, συνήθως μαύρο, τσαντάκι με δύο τμήματα και φερμουάρ που κρατάνε μερικοί άντρες και το οποίο περιέχει τα χρήματα, τα τσιγάρα τους, το χαρτιά του αυτοκινήτου και γενικότερα άλλα είδη που χρειάζεται κανείς να έχει μαζί του.

Η πουστιέρα από πολλούς θεωρείται μικρή ένδειξη ότι ο κάτοχός της το ρουφάει το μιλκ σέηκ...

  1. Ο Γιώργος πρέπει να είναι αδερφή. Κουνιέται σαν τον μεγάλο σεισμό του Σαν Φρανσίσκο και δεν κάνει βήμα χωρίς την πουστιέρα του, στην οποία συν τοις άλλοις έχει και την κολώνια του.

  2. «Μιχάλη φεύγω! Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ! Χωρίζουμε!!!», είπε ο Αναστάσης και με μία αποφασιστική κίνηση έβαλε την πουστιέρα του κάτω από την μασχάλη και βγήκε με περηφάνια από το δωμάτιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελάχιστα μειωτικό συνώνυμο του «άνθρωπος». Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε λαϊκό context και κυρίως σε διηγήσεις ευτράπελων, δυσάρεστων και ταλαιπωρητικών ιστοριών της καθημερινότητας.

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

3 ώρες έκανα να πάω με το αυτοκίνητο από την Κολιάτσου στην Αμερικής. Τι τραβάω ο άθρωπας!

ή

Μία φορά έβαλα τρούπια κάλτσα και έτυχε να μου ζητήσουν στο αεροδρόμιο να βγάλω τα παπούτσια μου. Ρεζίλι έγινα πάλι ο άθρωπας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ

Χρησιμοποιείται σαν ουσιαστικό μόνο (όχι σαν ρήμα) για να δηλώσει τον σεβασμό του χρήστη του προς κάποιον ή κάτι.

  1. Ο Φανούρης είναι πολύ καλός στο σεξ. Και έχει και απίστευτη διάρκεια! Ρησπέκτ!

  2. Είδα την νέα ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη. Ρησπέκτ.

  3. Έσκισες πάλι στην παρουσίαση. Ρησπέκτ.

  4. Διάβασα το βιβλίο σου. Ρησπέκτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαφνική, συνήθως, μεταβολή της ψυχικής διάθεσης προς το χειρότερο.

Ήμουν μία χαρά όλη μέρα, τι ήθελα και έκατσα να δω ειδήσεις, έπαθα φοβερό νταούνιασμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος άνθρωπος, που τρώει βιαστικά και αχόρταγα. Αυτός που κάνει το φαγητό του μία χαψιά και μετά θέλει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.

3 φορές μου ζήτησε να του ξαναγεμίσω το πιάτο ο γλούπος. Έφαγε το μισό παστίτσιο, και εμείς ακόμα στην πρώτη μπουκιά ήμασταν. Ασταδγιάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ φανατικός θαυμαστής μίας μάρκας ή χρήστης ενός προϊόντος ή υπηρεσίας.

Ο καινούργιος web browser του Google, το Chrome είναι τέλειος, τέλειος, τέλειος. Να, κάτι τέτοια κάνει το Google και έχουμε γίνει όλοι τελείως τα πουτανάκια του.

Α, είσαι μεγάλο πουτανάκι τελικά... (από Galadriel, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας που ενώ κάνει όλα όσα κατά κανόνα χαρακτηρίζουν έναν gay (βγάζει φρύδι, κάνει αποτρίχωση πλάτης, μυρίζει άρωμα 25 λεπτά πριν μπει στο χώρο, έχει γυαλισμένο παπούτσι κάθε μέρα, αλλάζει τακτικά κάλτσες και σώβρακο, βλέπει Sex And The City, to name just a few), δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά αποδεδειγμένα πηγαίνει μόνο με γυναίκες.

Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του metrosexual.

Έπιασα τον Μιχάλη να βάζει ενυδατική στις τουαλέτες του γραφείου. Του την είχε κάνει δώρο η αδελφή μου όταν έκλεισαν 4 χρόνια γάμου. Μα τι ετερόπουστας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified